7 Σεπ 2014

Εφημεροι “πολιτισμοί”, κουλτούρα δίχως ίχνη



Μου αρέσει η μυρωδιά της σκόνης των βιβλίων. Δεν είμαι η μόνη. Το έχουν πεί, κινηματογραφήσει, απαγγείλει, στοχαστεί πολλοί πριν από μένα.
Μου αρέσει η μυρωδιά της ξεραμένης μελάνης στο διαφανές χαρτί των σχεδίων. Μου φέρνει στο νού τις στεγνές από λεπτομέρειες μνήμες, που όλο και ομορφαίνουν, αφού δεν υπάρχει η λεπτομέρεια να αμφισβητήσει τη σημασία τους.
Μου αρέσει το χριτς χρατς στα βινύλια, ακόμη κι όταν ραγίζει το καταπληκτικό βιμπράτο της φωνής του καλλιτέχνη.

Αυτά σκεφτόμουν σκαλίζοντας για άλλη μια φορά, παλιά σχέδια άλλων αρχιτεκτόνων, ταξινομώντας όψεις, κατόψεις και τομές κτιρίων που κτίστηκαν και ύστερα κατεδαφίστηκαν για να κτιστούν κι άλλα μετά*.

Και σκεφτόμουν πάλι, τα σχέδια αυτά, χρησιμεύουν πια σε κανέναν; Ισως ποτέ αφού τα σχεδιασμένα με προσοχή κτίρια κατεδαφίστηκαν, δεν θα χρειαστούν πια επισκευές, δεν θα χρειαστει να συμβουλευτεί καποιος μηχανικός τα στατικά, για να κάνει τις ζητούμενες διαρρυθμίσεις.
Η αρχιτεκτονική είναι πολύ ανθεκτική στο χρόνο τέχνη. Και πολύ ακριβή, φυσικά. Και αναδεικνύει τις ντίβες της, όπως σε όλες τις τέχνες.
Ένα κομμάτι της αρχιτεκτονικής, που όλοι οι παλαιότεροι αρχιτέκτονες έχουμε αγγίξει, ακόμη κι αυτοί που δεν ευτύχησαν ούτε σε ένα λεπτό δημοσιότητας μέσω του έργου τους, είναι το σχέδιο. Το γραμμικό σχεδιο είναι τέχνη. Το σκαρίφημα πρώτα, με μολύβι, το πρώτο μολύβωμα, το δεύτερο. Οι διορθώσεις . Και το μελάνωμα. Με κόλπα, με “μπαλαμούτι”, με “παπάρες”. Ναι αυτή ήταν η jargon μας.
Βλέπω τόνους σχεδίων, μοναδικών, σε διαφανή ρολά, σε ρολά ριζόχαρτου, με μολύβι, και πολύ πολύ αργότερα με μελάνι. Μετά το 1970. Βλέπω φωτοτυπίες, που έχουν παραχθεί αργότερα. Υγρές, ξηρές, αμμωνίας. Και η κάθε φωτοτυπία προσεκτικά φυλαγμένη να μην πάρει φως, καθως περιέχει σημειώσεις του μηχανικού, το τηλέφωνο του πελάτη ή ακόμη και την απόδειξη οτι πληρώθηκε ο μαραγκός.

Τελευταία ταξινομώ τέτοια σχέδια πιο μηχανικά, πιο γρήγορα, χωρίς να στέκομαι ιδιαίτερα να θαυμάσω την επιχρωματισμένη φωτοτυπία ή την απίστευτη λεπτομέρεια κιγκλιδώματος σε κλίμακα 1:1. Μ' έχει πιάσει μια θλίψη και μια ζήλεια μαζί και θέλω να τελειώνω μαζί τους, σα να μου φταίνε.
Σα να μου θυμίζουν τη ματαιότητα της δικής μου κουλτούρας.

Θ. Βαλεντής, Αεροδρόμιο Μικρα, Αρχεία Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής Μουσείο Μπενάκη


Η τεχνολογική επανάσταση που ζούμε, δεν θα αφήσει ίχνη. Αυτό το κείμενο τωρα που γράφω και που εσεις θα διαβάσετε, δεν θα υπάρχει, δεν υπάρχει πουθενά. Αν το τυπώσω – με αμφίβολης σταθερότητας μελάνια- μπορεί να μείνει στο συρτάρι μου. Αλλά μαλλον όχι, θα κάνω οικονομία στο χαρτί, όπως είναι η οδηγία για κάθε σκεπτόμενο πολίτη. Από την άλλη, το κείμενο αυτό μπορεί να έχει τη δυνατότητα να διαβαστεί από παραπάνω από έναν, ενω μια επιστολή, δεν θα είχε αυτη την τύχη, έχοντας αναγκαστικά μονο έναν παραλήπτη- αν εξαιρέσουμε τις καλτ επιστολές πυραμίδες που αν δεν τις στείλεις έντεκα φορες , έντεκα κακα θα σε βρουν κλπ κλπ.
Διαβάζουμε λοιπόν κειμενα και σχόλια που ΔΕΝ υπάρχουν. Και δεν θα υπάρξουν πουθενά ξανα.

Ετσι και τα σχέδια. Τα υπέροχα, φωτεινά, λεπτομερέστατα σχέδια του R14, τα ακόμη πιο λαμπρά των υπόλοιπων σχεδιαστικών προγραμμάτων της δεκαετίας του '90, κοιμούνται για πάντα σε επτασφράγιστες δισκέτες, που κανένας σημερινός υπολογιστής δεν μπορεί να ανοίξει. Όλοι έχουμε στα συρτάρια μας κάτι τέτοιο και το κοιτάμε με αμηχανία, χωρίς να μπορούμε να αποφασίσουμε να το πετάξουμε, ενω στην πραγματικότητα είναι ήδη νεκρό. “Για φαντάσου!” σκεφτόμουν, να μην υπήρχαν στα μάτια μας μπροστά τα σχέδια του Μιχαηλ Άγγελου. Πώς θα είχαμε μουσεία; πως θα κάναμε εκθέσεις;
Η εποχή μας δεν θα αφήσει τίποτε που να μπορει να μπει σε μουσείο, τίποτε που να μπορεί να εκτεθει φοβάμαι.
Όλοι στα σπίτια μας έχουμε ενα άλμπουμ, ή ένα κουτί παπουτσιών γεμάτο φωτογραφίες, κάρτες, επιστολές, ραβασάκια. Από τη δική μας εφηβική ηλικία, από τον πατέρα μας, τη θεία, κάποιον πρόγονο που κληρονομήσαμε.
Η παιδική ηλικία του παιδιού μου βρίσκεται σε δισκέτες. Λίγα χρόνια πριν προνόησα και μετέγραψα τα παλαιά αρχεία σε νεώτερη μορφη. Ήταν επίπονο. Χρονοβόρο. Δεν ξέρω αν θα έχω το κουράγιο να το ξανακάνω, όταν πια οι σημερινές εφαρμογές αχρηστευτούν.
Δεν γράφουμε κάρτες, ούτε σημειώματα, ούτε ραβασάκια. Παράγουμε πολύ περισσότερα από πριν, τα μοιραζόμαστε με πολλούς περισσότερους από πριν. Αλλά δεν θα μείνει κανένα ίχνος.


Μάλλον δε χρειάζεται να ανησυχω, υποθέτω, γιατι έτσι κι αλλιώς όλα αυτά ήταν ένα βάρος!

*στο πλαίσιο της εθελοντικής εργασίας μου στα Αρχεία Νεοελληνικής Αρχικτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη

7 Αυγ 2014

ΣΕ ΣΥΝΑΝΤΗΣΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΖ

Ένας απογευματινός περίπατος, από αυτούς που χρειάζεσαι για να πετάξει το μυαλό τα σκουπίδια του, κατέληξε να λοξοδρομεί και αντί να καθαρίσει εσωτερικά, να απασχολεί τη σκέψη με σκουπίδια εξωτερικά.
Δεν μπορει να γίνει αλλιως καμμια φορα...
Ο περίπατος αποφάσισα να γίνει σε μια περιοχή που ειχα πολλά χρόνια να επισκεφτω, μια βόλτα που δεν την έκανα συχνά, έτσι κι αλλιώς, γιατι πριν πολλά χρόνια όταν ήμουν παιδί και εξερευνούσα με την παρέα μου τα πέριξ, κάποιοι συνταγματάρχες είχαν περιφράξει το γιαλό μέχρι βαθειά στη θάλασσα κι έτσι η δική μου γειτονιά και παρέα αποκλείστηκε από τη γειτονιά και παρέα της Αγιας Τριάδας. Ανήκαμε πάντα διοικητικά στην Αγία Τριάδα. Εξ αιτίας όμως της περίφραξης αυτής, που διαίρεσε το τοπικό μας “οικοσύστημα” όλες οι δραστηριότητες και εξυπηρετήσεις μεταφέρθηκαν στο Μπαχτσέ. (Και όχι Μπαξέ). Οι βόλτες με τα ποδήλατα εκεί, τα λουκάνικα τα καλαμπόκια, τα τυροπιτάκια (του Γωνιωτάκη...μμμ) και λίγο αργότερα οι παρέες, τα φλέρτ -που ήταν πιο νόστιμα γιατί ήταν ...μακρινά!
Η Πλάζ της Αγίας Τριάδας λοιπόν ήταν ένα μέρος εξωτικό. Για να την επισκεφτεις έπρεπε – ενω ήταν ένα εικοσάλεπτο με τα πόδια ή πέντε λεπτά με το ποδήλατο – να πάρεις συγκοινωνία, η οποία μάλιστα τότε ήταν αραιή και ακριβή. Το να ανέβουμε με το ποδήλατο στη δημοσιά ήταν αποκοτιά. Όχι ότι δεν το κάναμε βέβαια... Αλλά δεν ήταν και συχνό. Άσε που πλήρωνες και εισητήριο για να απολαύσεις τις λιγοστές σε σχέση με τις σημερινές πλαζ/υπερπαραγωγές, παροχες των εγκαταστάσεων.
Ήταν κομψη και χαριτωμένη. Μοντέρνα, αεράτη και κοσμοπολίτισσα. Το καραβάκι έπιανε στη σκάλα ακριβως μπροστά στην υπέροχα σχεδιασμένη είσοδο, μιά είσοδο αγκαλιά, σοφά τοποθετημένη λοξά ως προς την ακτή.
Μέσα γρασίδι και δέντρα παντού, θάμνοι και φυτά σίξτις. Μα ακόμη και η κηποτεχνική ακολουθούσε μόδα σίξτις! Σε σημειο να αναρωτιέσαι αν αυτά τα φυτά φύτρωναν μόνο εκεινες τις δεκαετίες ειδικά...
Τα αποδυτήρια, τα ντους που τα λέγαμε νντούζ, με νι πριν το ντι παρακαλω, και η διαρκής μουσική, Πλέσσας, Τζένη Βάνου, Μοσχολιού. Όποιος ήθελε λαϊκά και Καζαντζίδη να πήγαινε αλλού! Στα ταβερνάκια γύρω γύρω με τραπέζια ανάμεσα στις βάρκες, εκεί άκουγες Καζαντζιδη και Τσιτσάνη, τρώγοντας αγουροντομάτα τίγκα στο λαδόξυδο. Ακόμη έχω τη γεύση αυτης της μουσικής. Και λουκουμάδες με ζάχαρη στο χαρτί.
Αλλά η κοσμοπολίτισσα πλαζ, ήθελε άλλους ήχους, και άλλες εμφανίσεις. Μαγιώ λουλουδάτα, σκουφάκι απαραιτητως οι κυρίες, πέδιλα με φελλό. Και τα βράδια βερμούτ και μπιτς πάρτυ.
Και φλερτ και μυστικά ραντεβού. Ψέματα, κολακείες, αγωνίες και απογοητεύσεις πίσω από τα αποδυτήρια, καρδιοχτύπι και λαγνεία μαζί στο γρασιδι.
Κι εμείς παιδιά, ο νούς μας ποιος θα κάνει την πιο ριψοκίνδυνη βουτιά από τη σκάλα, τα βλέπαμε, τα ακούγαμε στα γελάκια και τα κωδικοποιημένα λόγια των μεγάλων και γραφόντουσαν κάπου βαθιά στο μυαλό για να τα μηρυκασουμε αργότερα, όταν θα είχαμε τα λίγα κλειδιά του ερωτικού κώδικα στα χέρια.
Αυτά σκεφτόμουνα και μύριζα στον υγρό αέρα που έφερνε το μπουρίνι, περπατώντας στη μισοανοιγμένη πια παραλία, κι όσο πλησίαζα μου έρχονταν κι άλλες μνήμες, πιο προσωπικές.

Την είδα. Εγκαταλειμένη, ξεφτισμένη, θλιβερή. Δάσος οι πικροδάφνες. Όλα σκουριασμένα και ρημαγμένα. Είδα τη σκάλα, την είσοδο, τα αποδυτήρια και το πανώ του ΣΥΡΙΖΑ. Όχι στο ξεπούλημα ή κάτι τέτοιο. Και άκουγα τα λόγια μιας φίλης που πήγε κι εκείνη να διαμαρτυρηθει για την πώληση του κάμπιγκ και της πλάζ.
Δεν έχω καταλάβει αν αυτοί που λένε όχι στην πώληση το λένε γιατι ζουν σε ένα όνειρο όπου όλα θα είναι σωστά, έντιμα και αξιοκρατικά, ή γιατι έχουν συμφέρον. Ο,τι συμφερον. Πολιτικό – να μη γίνει τίποτε, να καταρρεύσουν όλα για να τα κάνουμε αλλιώς άλλοτε εμεις- ή οικονομικό ή άλλο.
Να μην πουληθεί; Να δοθει στο Δήμο; Μα πρώτον ο Δημος έχει κι άλλο κάμπιγκ, δικό του, στην ίδια τραγική κατάσταση με την πλάζ, σε ωραιότατη θέση επίσης, και αδυνατει να το χρησιμοποιήσει. Ετσι κι αλλιως δεν το θέλει. Και ΔΕΝ είναι ακριβως δημόσιο έτσι κι αλλιως ! Η Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα είναι Α.Ε. Και έχει φανει ότι αδυνατεί να διαχειριστει τα καταπλητικά ιστορικά ακίνητα της. Τι να κάνει λοιπον ; Να ρημάξουν; Και οι Δήμοι που έχουν τεράστια αξιόλογη περιουσία αδυνατουν να την αξιοποιήσουν. Για όλους τους λόγους που ξέρουμε.


Επειδή όμως η ζωή ειναι μικρή, ακόμα και των κτιρίων τηρουμένων των αναλογιών, προτιμώ χίλιες φορες να δω το κάμπιγκ της Αγίας Τριάδας να συνέρχεται, να ανασταίνεται, από όποιον νομίζει ότι μπορεί να το κάνει επενδύοντας, παρά να περιμένω να αλλάξουν όλα ωστε να μείνουν όλα όπως ήταν. Όλοι έχουμε κέρδος από αυτό.

21 Απρ 2014

ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ

Μου άρεσε πάντα να κάνω παρέα με μεγαλύτερους. Ένιωθα μια συναισθηματική ασφάλεια, όσο παραπλανητικό κι αν ακούγεται αυτό.
Νεαρή γυναίκα όταν ήμουν, κολακευόμουν αφάνταστα με το φλέρτ ενός "μεγάλου". Κάποια εποχή της ζωής μου το επιδίωκα με μανία. Η πατρική μορφή που μου έλειψε, θα λένε οι Ψι. Ίσως. Το μόνο που είχε σημασία τότε, ήταν η διαφορά δυναμικού λόγω διαφοράς ηλικίας, που έκανε το παιχνίδι ενδιαφέρον.
Δεν ήταν παιχνίδι πατέρα κόρης, ίσως όχι μόνο,  άλλωστε οι "μεγάλοι" που συναναστρεφόμουν ήταν αρκετά φρέσκιοι, παιδιά στην ψυχή, αυθόρμητοι και τολμηροί, ως και απερίσκεπτοι, δεν μπορούσα αλλιώς.
Αυτό που με ένιαζε ήταν η ασυμμετρία στην εμπειρία. Ο χρόνος. Ο περισσότερος χρόνος που είχαν πάνω στη γη. Ο χρόνος ο πρίν από μένα.
Αργότερα, μέσω της ανθρωπολογίας, έμαθα να παίρνω συνεντεύξεις από τους "παλιούς". Τότε, το ενδιαφέρον για την προσωπικότητα που μπορούσε να μου μεταδώσει με λόγια, με τραγούδι, με στάση ζωής, το χρόνο που πρίν από μένα έζησε, είχε γίνει εμμονή. Οι "παλιοί" είχαν γίνει κομμάτι της καθημερινότητάς μου. Πήγαινα στα καφενεία, στις εκκλησίες, στα νεκροταφεία, όπου μπορούσα να τους γνωρίσω, όπου μπορούσα να απολαύσω ένα κομμάτι του φυλαγμένου χρόνου τους. Κι εκείνοι, όταν καταλάβαιναν -και όποιοι καταλάβαιναν, δεν είχαν όλοι ανάγκη για μοιρασιά, ούτε εκτιμούσαν όλοι αυτό που μπορούσαν να προσφέρουν- όταν καταλάβαιναν λοιπόν ότι θα είχαν ένα πρόθυμο αυτί, δίναν όλο το χρόνο  τους, που πια είχαν άφθονο, στο να διηγηθούν, να μεταφέρουν, να παραδώσουν το πριν στο δικό μου μέλλον.
Η διήγηση της ζωής, είναι ένας συμπυκνωμένος χρόνος, ένα ψηφίο του ολογράμματος του χρόνου, που έχει όλη την πληροφορία του συνόλου.
Αλλά αυτά τα ξέρουν οι ιστορικοί, κι εγω ιστορικός δεν είμαι.

Τελευταία τα γεννέθλια έρχονται όλο και πιο συχνά. Άλλη μια ιδιοτροπία του χρόνου, που όσο συγκεντρώνεται στη ζωή μας, τόσο η μέρα υποδιπλασιάζεται και φαίνεται μικρότερη.
Κάθε φορά που έρχονται λοιπόν σκέφτομαι : Πάλι; Πότε πέρασε ένας χρόνος!
Όπως όλοι μας. Δεν θέλουμε να περνά ο χρόνος τόσο γρήγορα, μας υπενθυμίζει τη φθορά και το αναπόφευυκτο τέλος.
Κι ύστερα έχω τους γύρω να θλίβονται που νιωθουν "μεγάλοι". Ηλικιακά μεγάλοι. Και η ηλικία να γίνεται κριτήριο επικοινωνίας, να μπαίνει μπροστά και πριν από άλλα ουσιωδέστερα, στις ανθρώπινες σχέσεις. Κουνάν το κεφάλι μοιρολατρικά οι όμορφες γυναίκες, παραχωρώντας την ερωτική διεκδίκηση σε νεότερες. Κι οι άνδρες γκριζομάλληδες λυσσάν να αποδείξουν το ερωτικό τους σφρίγος (παντα ορισμένοι κατι θέλουν να αποδείξουν, αντί κατι να θέλουν να απολαύσουν. Τι διαστροφή!).

Κι εγω σκέφτομαι οτι ζούμε όλοι τώρα, σε μια μικρή στιγμή της ιστορίας. Μοιραζόμαστε τα ίδια γεγονότα, τις ίδιες νοοτροπίες και πολιτισμό. Ακούμε ταυτόχρονα μια συναυλία, θαυμάζουμε μαζί μια καινούργια ανακάλυψη. Κοιταζόμαστε κάτω από τον ίδιο ουρανό και γελάμε με το ίδιο αστείο που είδαμε στην τηλεόραση. Είμαστε λοιπόν Σύγχρονοι. Κι αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία από τον αριθμό των κεριών που χωράει στην τούρτα!



4 Απρ 2014

Απριλιάτικη Ιστορία

Μια σοφίτα με φιλοξενούσε, από εκείνες τις χαρακτηριστικές παρισινές, τις μολυβένιες, με το πολύ μικρό φεγγιτάκι, ίσα που χώραγε το κεφάλι μου να βγεί έξω να χαζέψει πέντε ορόφους κάτω την κίνηση των καφενείων και των μπιστρό.
Η γάτα μου όμως χωρούσε ολόκληρη.
Και λικνιζόταν με χάρη ισορροπώντας - με την ουρά κατακόρυφη- πάνω στην γλιστερή επικίνδυνη κλίση της στέγης. Το δίχτυ ασφαλείας της ήταν μια υδρορροή, δαντέλα από το χρόνο, διαρκώς υγρή, ακόμη κι όταν δεν έβρεχε, πράγμα περίεργο, λες να έβρεχε μόνο επάνω από τη σοφίτα μου; Καμμιά φορά είχα αυτή την αίσθηση, ότι έβρεχε πάνω από τη σοφίτα μου μόνο και δε σταματούσε, αμάν να έρθει η άνοιξη και να δω λίγο ήλιο. Αλλά ήλιο δεν έβλεπα ποτέ μέσα στη σοφίτα. Μέσα εκει έβρεχε πάντα. Αλλά δεν με ένιαζε και πολύ. Όταν άρχιζα κι εγω να κλαίω από την πολύ βροχή της σοφίτας, έβγαινα έξω που είχε ήλιο και λιαζόμουνα στις σιδερένιες καρέκλες των κήπων του Λουξεμβούργου.
Η γάτα μου λοιπόν, μια όμορφη τιγρέ γκρίζα, που την ονόμασα Αλεξάνδρα χάριν του Μεγαλέξαντρου που θαύμαζε ο αλγερινός φίλος μου ο Αχμέτ, έβγαινε έξω και λιαζόταν και κυνηγούσε τα περιστέρια. Αυτές οι γάτες, σκεφτόμουν. Πάντα έχουν τον τρόπο να καλοπερνάνε. Δεν κλαίνε και δε στεναχωριούνται. Ότι τους λείπει, απλά πάνε και το βρίσκουν.
Όμως η Αλεξάνδρα κατα καιρούς με λαχταρούσε, γιατι έλειπε πολλές ώρες και σα νεοφώτιστη γατομαμά ανησυχούσα.


Το διαβατήριο της ταξιδιάρικης Αλεξάνδρας. Δεν είναι καλλονή;

Έτσι λοιπόν κάποια στιγμή του Απριλίου, πλησίαζε μάλιστα Πάσχα καθολικό και σε λίγο θα ήταν και το δικό μας, έβρεχε και στα δύο βέβαια, η Αλεξάνδρα τόσκασε κανονικά. Έλειψε ολόκληρη τη μέρα, είχε βραδιάσει και τίποτε. Κρύωνα, δεν μπορούσα να αφήσω τη νύχτα το φεγγίτη ανοιχτό, αλλά πάλι δεν μπορούσα και να την κλειδώσω εξω. Φυσικά οι πιο κακές σκέψεις με έζωσαν, οτι κυνηγώντας κανένα ποντίκι ή κανένα περιστέρι γλίστρησε κι έπεσε, οτι μπορεί να την άρπαξαν τίποτε πεινασμένοι κινέζοι από καμμια διπλανή σοφίτα, τέτοια. Περνούσε η νύχτα, έκλεισα το φεγγίτη χωρίς να τον κλειδώσω, αφού είχα τρελλάνει ολη την ώρα τους σοφιτογείτονες με τα ψιψιψιψι και τα παρόμοια, κι έπεσα να κοιμηθώ. Με το ένα μάτι ανοιχτό και το ένα αυτί να ακούει.
Κατα το πρωί, έσπρωξε το παράθυρο και μπήκε μέσα. Χώθηκε στην αγκαλιά μου γουργουρίζοντας. Ήταν καθαρή, κουρασμένη. Πήγα να την ταίσω, δεν πεινούσε, αλλα διψούσε πολύ. Και χόρταινε χάδια. Ένα κουρελάκι ήταν δεμένο στο κολλάρο της. Το ανοίγω, ένα σημείωμα.

Πώς λέγεται η επισκέπτριά μου και από που έρχεται;
Υπογραφή: η κυρία από το Νο 7, 5ος όροφος.



Έστειλα άμεσα απάντηση. Με άλλο κουρελάκι.
Με λένε Αλεξάνδρα, τη μαμα μου Κορνηλία και ζούμε στο Νο 1.
Έστειλα την ταχυδρομική γάτα πίσω στις στέγες. Πήγαινε, έλα πήγαινε το σημείωμα και γύρνα γρήγορα.

Αφού ξεκουράστηκε και κοιμήθηκε, έφυγε. Έφυγα κι εγω για μάθημα και γύρισα το βράδυ. Κι άλλο κουρελάκι.

Που έλεγε ότι μάλλον επισκεπτόταν τον Γκριζού, ένα ευνουχισμένο γατούλη που ζούσε στη μοναξιά, καθως φοβόταν τα περιστέρια και δεν έβγαινε ποτε.

Με τη Μισέλ, τη θετή μαμα του Γκριζού, γίναμε φίλες. Είχαμε περίπου σαράντα χρόνια διαφορά. Ήταν γαλλίδα, Ωβερνιάτισα, δούλευε πολλά χρόνια ταξί και ήξερε το παρίσι σαν την παλάμη του χεριού της. Βλεπόμασταν πια σχεδόν καθημερινά, κάναμε βόλτες, πίναμε κρασάκι τα βράδια, ανταλλάσαμε πιάτα ελληνικά-γαλλικά, ήρθε στην Ελλάδα. Έμαθα πολλά μαζί της και η φιλία κράτησε πολύ.
Κάποια στιγμή έφυγα, αλληλογραφούσαμε, κι ύστερα σιωπή. Δεν ξέρω τι έχει γίνει η Μισέλ.

1 Απρ 2014

Η φλυαρία του νού

Ξεκινάς μια προσπάθεια. Λες ας δοκιμάσω να φτιάξω αυτό, ας δοκιμάσω να περπατήσω εκεί, τι ωραία που θα ήταν αν ανέβαινα εκει δα, να δω τον κόσμο απο κει. Για να πάρεις αυτη την απόφαση, σίγουρα το μυαλό εχει ζυγίσει τα υπέρ και τα κατά, από κάπου ίσως έχει επηρεαστεί συναισθηματικά, νιώθει ότι κάπου είναι χρήσιμο να δοκιμαστεί αυτό το καινούργιο.
Και ξεκινάς βάζοντας τα βήματα το ένα μετά το άλλο.

Κι ύστερα αρχίζει ο νους να φλυαρεί.
Κι άν δεν έπρεπε το βήμα αυτό να μπει εκει;
Κι άν μήπως αν βάλω το πόδι εκει, μπεί το άλλο αλλού και μήπως δεν είναι ο σωστός τρόπος αυτός, τι ξερω εγω, μήπως το έχω ξανακάνει, και που στο καλό έμπλεξα τώρα, να τα παρατούσα καλύτερα, μα όχι, είπα θα το κάνω, έλα λίγο ακόμη προσπάθεια, μα ξέρεις δεν.. μα, οχι, αφου...
Η φλυαρία συνεχίζεται μέχρι που η κούραση αρχίζει να γίνεται αποκαρδιωτική. Μέχρι που η προσπάθεια φαίνεται υπερβολική, μέχρι που δυσανάλογος κόπος φαίνεται να απαιτείται για μικρό αποτέλεσμα. Και ύστερα ο ορθολογικός νους, αποφασίζει : δεν αξίζει τον κόπο! (Του τύπου στάλεγα εγώ).

Η φλυαρία αυτή του νού τραβάει πόρους, όπως λένε και οι κομπιουτεράδες, εξαντλεί. Η δύναμή μας, ψυχική- συναισθηματική και σωματική μαζί είναι ένα σύνολο πεπερασμένο. Αν αρχίσει το συναισθηματικό κομμμάτι να κουράζεται, το σώμα γρήγορα εγκαταλείπει. Πόσο μάλλον αν έχει και τον νού σύμμαχο στην άρνηση.

Η φλυαρία του νού έχει τη βάση της, το λόγο ύπαρξής της, φυσικά. Για τον καθένα διαφορετική, αλλά κάπου για όλους μας, μια κοινή αρχη : την αυτοπροστασία. Μόνο που όταν η αυτοπροστασία ξεπεράσει το σκοπό της, αρχίζει και διογκώνεται και γίνει παθολογική, τότε ακινητοποιεί αντι να προστατεύει. Overdose.

Η φλυαρία του νου καμια φορά είναι αυτοσκοπός. Κρατάς υπεραπασχολημένο το νού ώστε να μη μπορεί να πάρει αποφάσεις. Και η αδυναμία, ή μπορεί και ο φόβος λήψης αποφάσεων, να έχει καποια θέση στον τλαιπωρημένο μας εαυτό. Σίγουρα. Όλα αυτά είναι απαραίτητα, σε μικρές δόσεις, για να μας κρατήσουν μακριά από την τρέλλα της παντοδυναμίας. Όσο όμως είναι στις κατάλληλες δόσεις. Και η κατάλληλη δόση για τον καθένα ορίζεται, ακριβώς όταν σταματήσει ο νους να φλυαρεί. Με διαταγή μας!


Τα παραπάνω είναι σκέψεις που δημιουργήθηκαν στη διάρκεια της εκτέλεσης μιας απαιτητικής στάσης στη γιόγκα. Έλεγε ο νους πονάω, κουράστηκα, θα πιαστώ, να αύριο θα με πονά το πόδι, το χέρι, η μέση. Και όσο τα έλεγε αυτά έκανε συσπάσεις το κορμί από το φόβο του. Ύστερα κατάφερα να δώσω τη διαταγή: Σκάσε επιτέλους! Θα με βοηθήσεις να το καταφέρουμε; Κι άρχισε σιγα σιγα να χαλαρώνει τους μυς που έπρεπε, να τεντώνει και να λύνει τους συνδέσμους, να μαλακώνει και να επικεντρώνεται σ αυτό που έπρεπε : την αναπνοή και τη λειτουργία των μυών. Τόσο απλά. Και τόσο δύσκολα...



28 Μαρ 2014

Amos Rapoport. Μια παλιά συνέντευξη.


  Η συνέντευξη αυτή δημοσιεύτηκε σε ενα αμερικάνικο περιοδικό αρχιτεκτονικής.
Κάποια στιγμή που είχα κέφια, τη μετέφρασα, γιατι τη βρήκα ενδιαφέρουσα. 
Ειναι αδύνατο, όμως, να βρώ την αναφορά...





Αν συσχετίσετε το πεδίο της περιβαλλοντικής ψυχολογίας με την αρχιτεκτονική κατά τη διάρκεια των είκοσι τελευταίων ετών, θα λέγατε ότι κάτι άλλαξε ποιοτικά ή είμαστε στο ίδιο σημείο, όπως πριν 20 χρόνια μόνο με λίγο περισσότερα εμπειρικά στοιχεία;

Πρώτα πρώτα, θα ήθελα να την αποκαλέσω Έρευνα Περιβαλλοντικής Συμπεριφοράς, διότι πηγαίνει πολύ πιο πέρα από την ψυχολογία. Σίγουρα, υπάρχουν διαφορές, όμως προς το χειρότερο μάλλον, παρά προς το καλύτερο, ειδικά σε σχέση με την αρχιτεκτονική.

Έτσι συμβαίνει στις ΗΠΑ;

Κοιτάξτε, πιστεύω ότι στις ΗΠΑ το πεδίο αυτό είναι ευρύτερα γνωστό από ότι στην Ευρώπη. Στην Αμερική οι αρχιτέκτονες πράγματι απορρίπτουν τον τομέα της έρευνας περιβαλλοντικής συμπεριφοράς, αλλά τουλάχιστον ξέρουν ότι υπάρχει.

Κατά τη δεκαετία του 70 φάνηκε για λίγο ότι οι αρχιτέκτονες είχαν πράγματι αρχίσει να δίνουν προσοχή στον τομέα αυτόν , όμως σήμερα νομίζω ότι υπάρχει πλήρης απόρριψη. Οι αρχιτέκτονες έχουν γίνει πολύ φορμαλιστές και πολύ εσωστρεφείς, δεν ασχολούνται με τους χρήστες καθόλου, ουσιαστικά κάνουν τις μελέτες για τους εαυτούς τους. Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι στην EDRA (Environmental Design Research Association )για παράδειγμα υπάρχει τεκμήριο ότι αρκετοί από τους εμπλεκόμενους στον τομέα αποφάσισαν αντί να δουλέψουν με τους αρχιτέκτονες, να δουλέψουν απευθείας με τους πελάτες ( και όταν ήταν αυτό δυνατό με τους χρήστες). Προσπαθούν να επηρεάσουν τους πελάτες, προσπαθούν να αναγνωρίσουν τις ανάγκες και αν ο πελάτης δεχθεί τότε οι αρχιτέκτονες θα πρέπει να ακολουθήσουν.


Φαίνεται να κατηγορείτε τους αρχιτέκτονες. Δεν θα μπορούσατε να το δείτε αντίστροφα λέγοντας ότι είναι ο κοινωνικός επιστήμονας που δεν κατάφερε να βρει μία γλώσσα αποδεκτή και κατανοητή από τους αρχιτέκτονες;

Πρώτα από όλα, θα προτιμούσα να μιλούσα για «ερευνητή περιβαλλοντικής συμπεριφοράς» αντί για Κοινωνικό Επιστήμονα. Λέγοντάς το αυτό, θα ρωτούσα : Γιατί δεν θα έπρεπε ο αρχιτέκτονας να αλλάξει την ικανότητά του και την ευχέρειά του να κατανοεί τις έρευνες; Είμαι σίγουρα πολύ «αντι – αρχιτεκτονας»! Πάντα ήμουν ως ένα βαθμό, αλλά όσο πάει γίνομαι περισσότερο. Η έρευνα δεν θα χρησιμοποιηθεί ποτέ εκτός εάν αλλάξουν οι αρχιτέκτονες εντελώς, με κάθε τρόπο και γίνουν ένα εντελώς διαφορετικό επάγγελμα. Ταυτόχρονα πρέπει να γίνει σαφές ότι η Έρευνα Περιβαλλοντικής Συμπεριφοράς έχει μείνει στάσιμη εδώ και 10 ή περισσότερα χρόνια . Στην πραγματικότητα πολύ λιγοστά ενδιαφέροντα πράγματα βγήκαν τελευταία. Νομίζω ότι τα πρώτα 10 χρόνια, υπήρχαν αρκετά συναρπαστικά συμπεράσματα που έβγαιναν, τώρα μπορεί να παρακολουθήσει κανείς ένα ολόκληρο συνέδριο, ή ημερίδα, χωρίς να αποκομίσει ούτε μία ενδιαφέρουσα ανακοίνωση ή ιδέα. Έτσι, θα κατηγορούσα και τους ερευνητές επίσης, λέγοντας ότι τελευταία δεν έκαναν και τίποτε καινούργιο στον τομέα τους.!

Μα αυτό ακούγεται λίγο απαισιόδοξο..

Ναι, πιστεύω ότι είναι κάπως απαισιόδοξο, και πράγματι το έγραφα και τελευταία. Νομίζω ότι ακριβώς τώρα κάνουμε πολλές εμπειρικές μελέτες, που εμφανίζουν τα ίδια και τα ίδια – κάτι σαν την ξανα ανακάλυψη του τροχού συνέχεια και δεν υπάρχει αρκετή εξέλιξη στη θεωρία. Μάλιστα πιστεύω ως ένα βαθμό, ότι υπήρχε υπερβολική προσπάθεια να γίνει δουλειά που θα ήταν, όπως λένε «αποκαλυπτική» για τον αρχιτέκτονα. Νομίζω ότι κανείς πρέπει να κάνει καλή ερευνητική δουλειά και ύστερα αν είναι πράγματι καλή δουλειά, τότε θα αξιοποιηθεί από κάποιον, ακόμη κι αν δεν είναι αρχιτέκτονας. Για να συνοψίσω, πράγματι πιστεύω ότι τελευταία δεν έχει εξελιχθεί πολύ η έρευνα για διάφορους λόγους. Είναι απογοητευτικό.

Αν πάρουμε τη δική σας πορεία και αναφέρομαι στις εργασίες σας από το «House form and Culture” στο «Meaning of the built Environment” και το τελευταίο ιστορικό βιβλίο, ποιο θα λέγατε ότι είναι το νήμα που συνδέει όλες αυτές τις εργασίες; Με άλλα λόγια, ποια είναι η συνέχεια και τι άλλαξε αυτά τα χρόνια;
Βλέπω αρκετή συνέχεια στη διαδρομή. Μάλιστα θα εντόπιζα τις ρίζες ακόμη και πίσω στην παιδική μου ηλικία, όταν άρχισα να ενδιαφέρομαι για την επιστήμη. Πράγματι, όλο το έργο μου είναι μία προσπάθεια να αναπτυχθεί η επιστημονική προσέγγιση του δομημένου περιβάλλοντος μέσω της έρευνας περιβαλλοντικής συμπεριφοράς. Δηλαδή νομίζω ότι αυτό που συντελέστηκε τελικά είναι η ανάπτυξη ενός προγράμματος έρευνας στη διάρκεια αυτής της πορείας, Άρχισα προσπαθώντας να εξετάσω όλα τα είδη περιβάλλοντος: Έτσι το βιβλίο "House, form and culture » ουσιαστικά είπε ότι δεν μπορούμε απλά να βλέπουμε τι κάνουν οι αρχιτέκτονες, πρέπει να εξετάσουμε, για παράδειγμα, ανώνυμο σχεδιασμό, τις αυθόρμητες οικήσεις και ούτω καθεξής. Το επόμενο στάδιο της εργασίας μου υποστήριζε ότι πρέπει να εξετάζουμε το όλο περιβάλλον, όχι μόνο τα κτίρια, αυτό που οι γεωγράφοι αποκαλούν το πολιτιστικό τοπίο (cultural landscape1), το οποίο είναι επίσης αντιληπτό ως ένα σύστημα ρυθμίσεων. Με άλλα λόγια, το κτισμένο περιβάλλον που περιλαμβάνει γη και δάση και δρόμους και προάστια και ανθρώπους και τα πάντα. Το τρίτο στάδιο ήταν πραγματικά να δούμε όχι μόνο ολόκληρο το περιβάλλον, αλλά όλα τα περιβάλλοντα, και υιοθετώντας αυτήν την οικουμενική προοπτική, ήταν αναγκαίο να γίνουν διαπολιτισμικές έρευνες. Γι 'αυτό και εργάστηκα πολλά χρόνια πάνω στα διαπολιτισμικά ζητηματα. Το τελικό στάδιο ήταν να πούμε ότι τα τεκμήρια που χρησιμοποιούμε πρέπει επίσης να περιλαμβάνουν την ιστορία, οπότε γι αυτό και το τελευταίο μου βιβλίο2 ». Έχω μία πολύ διαφορετική προσέγγιση της ιστορίας από άλλους και νομίζω ότι έχω προτείνει εντελώς νέο τρόπο θεώρησης της ιστορίας που είναι χρήσιμη στην έρευνα περιβαλλοντικής συμπεριφοράς. Τώρα, όλα αυτά έγιναν με έναν σκοπό και αυτός είναι αυτό που δουλεύω τώρα. Είχα ανάγκη να προχωρήσω στην ανάλυση όλων αυτών των τεκμηρίων προτού ξεκινήσω να αναπτύξω θεωρία. Πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου ήταν η συνειδητοποίηση ότι αυτό που χρειαζόμαστε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι μια ερμηνευτική θεωρία, μια επιστημονική θεωρία. Έτσι, αυτό που έχω κάνει μέχρι στιγμής είναι προκαταρκτικά βήματα και εφέτος επιτέλους άρχισα να γράφω ένα βιβλίο για τη θεωρία, που τιτλοφορείται προσωρινά, «Θεωρία για τον Περιβαλλοντικό Σχεδιασμό», για την οποία έχω κάνει έρευνα για περίπου δέκα χρόνια.

KN: Άρα αυτό θα είναι το αποκορύφωμα της δουλειάς σας;

AR: Το αποκορύφωμα; Ναι, το ελπίζω. Το βιβλίο της ιστορίας μου πήρε πεντέμισι χρόνια για να το γράψω και αυτό εδώ είναι ένα πιο δύσκολο βιβλίο, γι 'αυτό θα χρειαστεί ακόμη αρκετό χρόνο. Για να συνοψίσω, νομίζω ότι υπάρχει απίστευτη συνέχεια στη δουλειά μου και για αυτό ίσως μερικοί άνθρωποι με κατηγορούν ότι αναφέρομαι στο δικό μου έργο τόσο πολύ. Όμως αυτό συμβαίνει, επειδή βλέπω αυτή τη συνέχεια κάθε κομμάτι προστίθεται στα υπόλοιπα, κάθε κομμάτι είναι ένα τούβλο, σαν να ήταν μία εν εξελίξει κατασκευή.

KN: Αν πάρουμε την παράδοση, θα λέγατε ότι οι εν λόγω μελέτες έχουν ιδιαίτερη σημασία για την αρχιτεκτονική, ή ότι είναι πιο σχετικές με άλλες επιστήμες όπως η ανθρωπολογία, η ανθρωπογεωγραφία κ.λπ.;


AR: Αυτό εξαρτάται από το πώς να την προσεγγίσουμε. Αν ο σκοπός της Έρευνας περιβαλλοντικής συμπεριφοράς είναι να καταλάβουμε τη θεμελιώδη σχέση μεταξύ ανθρώπων και του φυσικού περιβάλλοντος, τότε θα πρέπει να εξετάσουμε το σύνολο των διαθέσιμων στοιχείων και τα περισσότερα περιβάλλοντα του κόσμου είναι παραδοσιακά. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι αρχιτέκτονες σχεδιάζουν το πολύ τέσσερα ή πέντε τοις εκατό όλων των κτιρίων. Έτσι, ο ερευνητής πρέπει να καταλάβει τις διαφορετικές σχέσεις συσχετίζοντας τον παραδοσιακό σχεδιασμό, δεδομένου ότι είναι μεγαλύτερο ποσοστό του κτισμένου περιβάλλοντος και ακόμη ότι ο μοντέρνος σχεδιασμός μπορεί να γίνει κατανοητός μόνο σε σχέση με τον παραδοσιακό ιστό. Εάν είναι κανείς αρχιτέκτονας (designer) , μπορεί να θέλει να εφαρμόσει μέρος αυτής της γνώσης, αλλά όχι άμεσα, εννοώ ότι δεν μπορεί να πάρει το παραδοσιακό περιβάλλον και να το εφαρμόσει αυτούσιο. Αλλά αν αναλυθεί το πλήρες φάσμα του κτισμένου περιβάλλοντος, τότε μπορούν να αντληθούν διδάγματα που μπορεί να είναι σημαντικά. Όλα εξαρτώνται από την ερώτηση που τίθεται κάθε φορά.
Για παράδειγμα, οι ανθρωπολόγοι έχουν γενικά αγνοήσει τον παραδοσιακό σχεδιασμό επειδή δεν ασχολούνται με το φυσικό περιβάλλον, ασχολούνται με τη συγγένειας, εξετάζουν την κοινωνική δομή. Αν ρωτήσετε τους περισσότερους ανθρωπολόγους που ακριβώς λαμβάνουν χώρα αυτές οι κοινωνικές σχέσεις δεν έχουν ιδέα, γιατί δεν τους απασχόλησε ποτέ το φυσικό περιβάλλον. Θυμάμαι όταν έγραφα το "House, form and culture», είχα μια συζήτηση με έναν ανθρωπολόγο ο οποίος είχε μόλις επιστρέψει από τη Δυτική Αφρική. Είπα «θαυμάσια, μπορείτε να μου πείτε για τους οικισμούς της Δυτικής Αφρικής "με κοίταξε με φοβερή περιφρόνηση και απάντησε "εξετάζω μόνο τη συγγένεια". Αλλά και πάλι, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την ανθρωπολογική έρευνα, επειδή δεν εξετάζουμε μόνο τα κτίρια, εξετάζουμε τη συμπεριφορά στα κτίρια και τους οικισμούς και τα πολιτιστικά τοπία και οι ανθρωπολόγοι έχουν πράγματα να μας πουν.
Νομίζω ότι πολλοί αρχικά εξέταζαν την παράδοση αυτή καθεαυτή είτε επειδή τους αρέσει, είτε επειδή τη βρίσκουν όμορφη και επομένως αισθάνονται ότι είναι σημαντικό να την διατηρήσουμε. Αντιμετωπίζω το παραδοσιακό περιβάλλον, όπως όλα τα περιβάλλοντα, σαν ένα μέσο για να απαντήσω ερωτήσεις στο πεδίο της περιβαλλοντικής συμπεριφοράς. Στην πραγματικότητα για μένα ήταν μία αφορμή εισόδου στο πεδίο αυτό. Τα παραδοσιακά περιβάλλοντα διευκολύνουν αυτού του είδους τη μελέτη, όπως και το περιβάλλον του τρίτου κόσμου, σε σύγκριση με το αρχιτεκτονικό έργο.

KN: Γιατί το λέτε αυτό;


AR: Πρώτον, πολλές από τις σχέσεις είναι πιο άμεσα παρούσες στον παραδοσιακό σχεδιασμό. Οι άνθρωποι σχεδιάζουν για τον εαυτό τους και το σχέδιο είναι το αποτέλεσμα επιλογών μακράς διάρκειας χρόνου με αποτέλεσμα την αμοιβαία συνάφεια μεταξύ του περιβάλλοντος και της συμπεριφοράς.
Δεύτερον, ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες χώρες, θα δείτε πράγματα που είναι πολύ ακραία. Έτσι είναι πολύ πιο εύκολο να δούμε τα πράγματα άσπρο και μαύρο από διαφορετικούς αποχρώσεις του γκρι. Νομίζω ότι είναι πολύ λογική τακτική να γίνει έρευνα σε ακραίες καταστάσεις και στη συνέχεια να προχωρήσουμε σε πιο ειδικές καταστάσεις. Τα θεμελιώδη ζητήματα που οι παραδοσιακοί οικισμοί και το περιβάλλον του τρίτου κόσμου επιτρέπουν να διαπραγματευτούμε, μπορούν στη συνέχεια να προσεγγιστούν σε πιο πολύπλοκες και πιο δύσκολες καταστάσεις.


KN: Όταν σκέφτεστε διαπολιτισμικά σχετικά με το σχεδιασμό, είστε περισσότερο επηρεασμένος από οικουμενικότητες ή από ιδιαιτερότητες;



AR: Λοιπόν, νομίζω ότι αυτό που είναι εντυπωσιακό με την πρώτη ματιά είναι η απίστευτη ποικιλία στα περιβάλλοντα. Έχετε εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες, είδη σπιτιών, εκατοντάδες είδη οικισμών και πολιτιστικών τοπίων παρόλο που οι άνθρωποι κάνουν το ίδιο είδος πραγμάτων σε όλα αυτά. Έτσι, αρχίζει κανείς να αναρωτιέται : γιατί αυτή η ποικιλία; Ωστόσο, είμαι πεπεισμένος ότι υπάρχουν επίσης οικουμενικότητες, επειδή είμαστε όλοι σε ένα είδος, έχουμε μια εξελικτική ιστορία, όλοι έχουμε ένα ορισμένο είδος του εγκεφάλου. Αλλά πόσο σημαντικές είναι αυτές οι οικουμενικότητες, σε αντίθεση με τις ιδιαιτερότητες, είναι για μένα μια εμπειρική ερώτηση δεν απαντιέται a priori.

KN: Κατά τη γνώμη σας οι οικουμενικότητες σχετίζονται και με τη στέγαση;

AR: Ναι, σχετίζονται σε επίπεδο μηχανισμών, όμως εκφράζονται διαφορετικά σε διαφορετικούς πολιτισμούς. Για παράδειγμα, πιστεύω ότι είναι οικουμενικό το ότι οι άνθρωποι αναζητούν νόημα στο δομημένο περιβάλλον. το ανθρώπινο μυαλό αναζητά νόημα ή επιβάλλει νόημα, αλλά το είδος των εννοιών που επιβάλλει και ο τρόπος οργάνωσης είναι πολιτισμικές ιδιαιτερότητες. Είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε ότι πάντα θα υπάρχουν νοήματα. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι θα είναι εκεί. Το θέμα είναι να τα βρούμε. Αυτό είναι πολύ διαφορετικό από το να πούμε λέγοντας ότι σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει νόημα και, σε ορισμένες περιπτώσεις ίσως όχι. Ένα άλλο παράδειγμα οικουμενικότητας είναι η αντίληψη. Πιστεύω ότι η αντίληψη είναι αρκετά ίδια παντού και, συνεπώς, πράγματα που σχετίζονται με αντιληπτικές ιδιότητες είναι ασφαλώς οικουμενικά. Στη συνέχεια, όμως, όταν φτάσετε είτε στη σημασία τους, είτε στις επιλογές, αυτές είναι πολύ περισσότερο πολιτιστικά εξαρτώμενες. Μια επιλογή είναι στην πραγματικότητα περισσότερο πολιτιστική μεταβλητή. Κατόπιν πάλι, το ότι οι άνθρωποι θα έχουν πάντα προτιμήσεις και επιλογές είναι οικουμενικό και το ότι προσπαθούν να επιλέξουν ανάλογα με τις προτιμήσεις είναι επίσης οικουμενικό, αλλά οι λεπτομέρειες της επιλογής είναι πολιτιστικές μεταβλητές. Κάνοντας διαπολιτισμική έρευνα οι περισσότεροι έχουν όντως εξετάσει τις διαφορές διότι αυτές είναι που εντυπωσιάζουν, αλλά πιστεύω πραγματικά ότι πρέπει να εξετάσει κανείς επίσης τις ομοιότητες.

KN: Τώρα μια ερώτηση σχετικά με το νόημα- Έχετε θέσει τον όρο «συμβολικός» ιδίως στον επίλογο στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου σας σχετικά με το νόημα. Εκεί κάνετε ένα διαχωρισμό μεταξύ διαφορετικών τύπων νοήματος. Μπορείτε λίγο να το αναπτύξετε αυτό το σημείο;



AR: Κατά την πρώτη έκδοση του βιβλίου κοίταξα τις συμβολικές προσεγγίσεις ως μια μέθοδο μελέτης, καθώς και τις σημειολογικές προσεγγίσεις και τις απέρριψα. Είπα ότι η μη λεκτική επικοινωνία είναι η μέθοδος που πρέπει να χρησιμοποιηθεί, και ότι η σημειωτική προσέγγιση και η συμβολική προσέγγιση είναι λάθος. Αργότερα, είχα μία διαφωνία για περίπου τρεις μήνες με έναν φοιτητή σε ένα από τα μαθήματά μου. Αυτός ο φοιτητής αισθανόταν ότι τα σύμβολα ήταν διαφορετικό είδος σε σχέση με το είδος των νοημάτων που εξέταζα από την άποψη της μη-λεκτικής επικοινωνίας. Όταν μιλούσα για αυτό, αυτό που συνέβη ήταν ότι αν αναλυθεί η βιβλιογραφία τότε υπάρχουν πραγματικά τρία διαφορετικά είδη νοημάτων που αποτελούν αντικείμενο συζήτησης. Παραδέχομαι ότι τα έχω κάπως μπερδέψει στην πρώτη έκδοση του βιβλίου. Υπάρχουν, αυτό που εγώ αποκαλώ νοήματα υψηλού επιπέδου τα οποία είναι θέματα όπως οι κοσμολογίες, τα πολιτιστικά σχήματα, οι κοσμοθεωρίες, αντανακλάσεις των φιλοσοφικών συστημάτων, το είδος της ουσίας που βρίσκουμε στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική - τόσο στην λαϊκή όσο και στο ιερό υψηλό ύφος. Αυτά είναι τα «σύμβολα» που συνήθως συζητούνται. Δεύτερον, υπάρχουν μεσαίου επιπέδου νοήματα που επικοινωνούμε και που ασχολούνται με πράγματα όπως η ταυτότητα, η εξουσία, το status, η περιουσία, κ.λπ.,. Τέλος, υπάρχουν νοήματα χαμηλού επιπέδου καθημερινής και καθοριστική σημασίας. Αυτά υποδεικνύουν που θα περπατήσουμε, που θα καθίσουμε, κλπ. Οι δύο τελευταίες κατηγορίες μελετώνται καλύτερα με τη χρήσης μη λεκτικών προτύπων. Στη συνέχεια, συνειδητοποίησα ότι πράγματι μπορεί κανείς μπορείτε να αρχίσει να κατανοεί υπό ποίους όρους, ιστορικά και πολιτιστικά, αυτοί οι διαφορετικοί τύποι των νοημάτων αποκτούν διαφορετική σημασία. Η σημασία τους εν μέρει σχετίζεται με την ανάπτυξη άλλων συμβολικών συστημάτων όπως το γράψιμο, την εκτύπωση, την τηλεόραση, και ούτω καθεξής. Για παράδειγμα, τον τελευταίο καιρό τα νοήματα υψηλού επιπέδου στα κτίρια έχουν καταστεί λιγότερο σημαντικά, διότι μπορούμε πλέον να τα εκφράσουμε πολύ πιο αποτελεσματικά μέσω άλλων συμβολικών συστημάτων. Στην προ - εγγράμματη κοινωνία η μόνη σταθερή θέση για τα νοήματα υψηλού επιπέδου ήταν το δομημένο περιβάλλον.


KN: Λοιπόν, πως θα λέγατε ότι η αρχιτεκτονική εμπλέκεται σήμερα στην έκφραση αυτών των τριών επιπέδων των νοημάτων;

AR: Πιστεύω ότι το μεσαίας σημασίας επίπεδο είναι τρομερά σημαντικό σήμερα και το χαμηλό σημασίας επίπεδο είναι προφανώς πάντα σημαντικό. Θα πρέπει να μεταφέρονται με πολύ σαφή τρόπο σήμερα, γιατί πρέπει να επικοινωνούνται σε τόσους πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους. Παλαιότερα υπήρχαν λεπτές νύξεις που ήταν αμέσως κατανοητές από τους χρήστες. Δίνω ένα παράδειγμα στο βιβλίο για τους Αβοριγίνες Αυστραλούς και τους Βεδουίνους . Γι 'αυτούς, μόνο μια μικρή αλλαγή στην υφή του εδάφους, ή σε ένα σωρό στάχτη, θα ανακοινώσουν το μήνυμα. Τώρα, αυτός ο τρόπος προφανώς δεν μπορεί να λειτουργήσει σε μία πόλη. Χαμηλού επιπέδου νοήματα σε μια πόλη σήμερα πρέπει να επικοινωνούνται με πολύ σαφήνεια, με πλεονασμό μάλιστα. Νοήματα μεσαίου επιπέδου είναι επίσης τρομερά σημαντικά και όχι μόνο στον τομέα της στέγασης, αλλά και, για παράδειγμα, σε ένα κτίριο γραφείων όπου επικοινωνούνται μηνύματα σχετικά με την εταιρική ταυτότητα, την οικονομική κατάσταση κλπ. Κυβερνητικά κτίρια και κτίρια πανεπιστημίων επίσης. Αντιθέτως, τα νοήματα υψηλού επιπέδου είναι πολύ ασήμαντα και αν προσπαθήσετε να τα μεταφέρετε, δεν λειτουργεί. Νομίζω ότι αυτοί που πραγματικά ξέρουν πώς να αντιμετωπίσουν τα νοήματα μεσαίου επιπέδου είναι οι διαφημιστές. Ένας από τους καλύτερους τρόπους για την κατανόηση της στέγαση είναι, για παράδειγμα, η μελέτη των διαφημίσεων για τη στέγαση. Αν δείτε το είδος των πραγμάτων που προβάλλουν, μπορείτε όντως να ανακαλύψετε τα σημαντικά και αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον για μένα. Προτείνω στις διαλέξεις μου στους φοιτητές τη χρήση τέτοιων πηγών όπως η διαφήμιση, τα μυθιστορήματα, εφημερίδες, τηλεόραση και ταινίες. Πιστεύω ότι οι διαφημιστές κατανοούν την ψυχολογία καλύτερα από σχεδόν όλους τους άλλους, μελετούν πραγματικά την ψυχολογία. Αλλά έχω πάντα στο νου ότι τα μηνύματα είναι μεσαίου επιπέδου και όχι υψηλού επιπέδου. Υψηλού επιπέδου έννοιες, "σύμβολα", τα οποία κατά το παρελθόν ήταν τα τοπία πόλεων, και τα κτίρια, συναντώνται πλέον σε βιβλία, ταινίες, αρχεία, έγγραφα κλπ. Και αυτό είναι μια θεμελιώδης αλλαγή.

KN: Οφείλω να ομολογήσω ότι πιστεύω ότι κάποια υψηλού επιπέδου νοήματα εξακολουθούν να είναι ζητούμενο στην αρχιτεκτονική. Για παράδειγμα, δημιουργώντας ρυθμίσεις που αγγίζουν κάτι βαθιά ριζωμένο στον χρήστη ή τον κάτοικο και ότι αυτός ή αυτή το εξισώνουν με υψηλού επιπέδου νόημα: σεβασμό για μια μεγαλύτερη δύναμη, κοινωνία με τη φύση ή άλλους ανθρώπους, την πνευματικότητα, κάτι ιερό.


AR: Σήμερα, ακόμη και η θρησκευτική αρχιτεκτονική δεν προσπαθεί στην πραγματικότητα να διαμηνύσει το ιερό. Τέτοια κτίρια συχνά μεριμνούν περισσότερο, για παράδειγμα, για καλύτερη ορατότητα και καλή ακουστική, θέσεις για τα παιδιά ώστε να αποφεύγεται ο θόρυβος, ενδιαφέρονται για τους τρόπους προσέλκυσης ανθρώπων, προβλέπουν χώρους για συμβουλευτικές συνεδρίες, συναντήσεις κλπ. Το ιερό έχει γίνει πολύ ασήμαντο στην αρχιτεκτονική της σύγχρονης Αμερικανικής (και, υποψιάζομαι, και σε άλλες) εκκλησίες. Δεν ασχολούνται καν με το ιερό πλέον - και το πολύ αυτό θα διαμηνυθεί μέσω ημιμόνιμων στοιχείων. Στις παραδοσιακές κοινωνίες, το ιερό ήταν το πιο σημαντικό πράγμα, αλλά στη σύγχρονη κοινωνία είναι μάλλον ασήμαντο. Για παράδειγμα αυτό που μου χτύπησε κατά τη διάρκεια μιας πρόσφατης επίσκεψης στην Ιαπωνία, ήταν ότι το περιβάλλον έχει απολέσει όλο τον παραδοσιακό συμβολισμό της. Μπορεί όντως να αναζητήσει κανεις περιβάλλοντα που έχουν αυτές τις ειδικές παραδοσιακές ιδιότητες. Μερικοί από τους σπουδαστές μου προτείνουν ότι μπορεί να συμβαίνει ότι δεν έχουν εξαφανιστεί τα υψηλού επιπέδου νοήματα αλλά ότι υπάρχουν νέες μορφές στα νοήματα αυτά. Όμως τότε υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα, και αυτό είναι, ότι μόλις ο όρος συμπεριλάβει και άλλα πράγματα τότε χάνεται η αξία του όρου. Στην προσπάθεια σύγκρισης παραδοσιακού περιβάλλοντος και σύγχρονου περιβάλλοντος σε επίπεδο νοημάτων, οι φοιτητές μου προτείνουν ότι ίσως ο νέος τύπος του νοήματος υψηλού επιπέδου στην κοινωνία μας είναι η ισότητα ή η υγεία. Γνωρίζετε ότι ο καθένας στις Ηνωμένες Πολιτείες ανησυχεί πάρα πολύ σήμερα για θέματα υγείας, όμως η υγεία δεν μπορεί να συγκριθεί με το ιερό. Έτσι, θα ήθελα να περιορίζονται οι όροι στις παραδοσιακές τους, να το πω έτσι, σημασίες. Νομίζω ότι τα έντονα συναισθήματα και τα νοήματα υψηλού επιπέδου είναι, στην πραγματικότητα, δύο διαφορετικά θέματα.

KN: Εάν το νόημα υψηλού επιπέδου απουσιάζει σήμερα από το δομημένο περιβάλλον, αυτό σημαίνει ότι έχουμε χάσει κάτι;

AR: Στην πραγματικότητα, δεν νομίζω ότι έχουμε χάσει νοήματα υψηλού επεπέδου. Εμείς απλά τα εκφράζουμε και τα διαμηνύουμε σήμερα με διαφορετικά μέσα και όχι πλέον μέσω των κτισμάτων ή των οικισμών. Ας πάρουμε ένα πολύ απλό παράδειγμα: η κλασική Αθήνα, μεταφέρει το μήνυμα της άμεσης δημοκρατίας κτίζοντας μια Αγορά. Στις ΗΠΑ σήμερα, η δημοκρατία διαμηνύεται μέσω του συντάγματος, το νομοθετικό και νομικό σύστημα, κλπ. Δεν μπορεί να μεταφερθεί το μήνυμα πλέον με φυσικό, σωματικό τρόπο, δεν είναι δυνατόν τριακόσια εκατομμύρια άνθρωποι να συναντηθούν και να έχουν μια συζήτηση πρόσωπο με πρόσωπο. Αυτό ήταν ακόμη δυνατό στην Αθήνα, όταν ο πληθυσμός των πολιτών ήταν μικρός. Ή αναλογιστείτε τον Λευκό Οίκο. Δεν λέει κάτι όσον αφορά το νόημα υψηλού επιπέδου. Λέει απλώς ότι αυτό είναι ένα σημαντικό κτίριο , δηλαδή μεταφέρει ένα μεσαίου επιπέδου νόημα. Δεν επικοινωνεί τη «Δημοκρατία» ως κτίριο και, αν όχι καθόλου, μόνο μέσω συσχετισμών. Πιστεύω ότι αυτό είναι μια πραγματική καμπή. Πιστεύω ότι η παιδεία ήταν η αρχή του τέλους των νοημάτων υψηλού επιπέδου στο δομημένο περιβάλλον και αναφέρω ένα απόσπασμα από το βιβλίο του GOODY, με το οποίο συνειδητοποίησα το γεγονός αυτό . Ο Jack Goody είναι ανθρωπολόγος στο Κέμπριτζ και το επιχείρημά του είναι ακριβώς ότι μετά την επικράτηση της παιδείας τα πάντα είναι διαφορετικά.


KN: Ας επανέλθουμε στους σύγχρονους αρχιτέκτονες - Οι γνώμη σας για αυτούς;


AR: Κοιτάξτε, απλά δεν με ενδιαφέρουν οι αρχιτέκτονες και τι κάνουν τώρα πια. Κατά τη γνώμη μου οι αρχιτέκτονες όπως είναι και η εργασία τους μπορεί απλά να εξαφανιστεί- Και νομίζω ότι θα εξαφανιστούν, δεδομένου ότι δεν είναι πλέον απαραίτητοι. Πιστεύω ότι η αρχιτεκτονική είναι ένα εντελώς παρακμιακό επάγγελμα. Όσο πιο γρήγορα εξαφανιστεί τόσο το καλύτερο, και εφόσον δεν αλλάξει τελείως, σίγουρα θα εξαφανιστεί. Στην πραγματικότητα, περισσότερο με ενδιαφέρει το πεδίο της περιβαλλοντικής συμπεριφοράς γιατί απηύδησα με τους αρχιτέκτονες. Πιστεύω ότι πρέπει να αλλάξουν εντελώς, να αλλάξουν την εκπαίδευσή τους, τις αξίες τους και αυτό που κάνουν και να γίνει ένα επιστημονικό επάγγελμα, όπως αυτό της ιατρικής, της μηχανικής, των φυσικών επιστημών και τα παρόμοια. Αυτό περιλαμβάνει την ανάπτυξη, πάνω απ’ 'όλα, μια επιστημονική, θεωρητική βάση και, συνεπώς, να γίνει ένας κλάδος που μπορεί στη συνέχεια να αντιμετωπίζει πρακτικά προβλήματα και ζητήματα. Ο τομέας της έρευνας περιβαλλοντικής συμπεριφοράς, πρέπει να αναπτυχθεί ως η βάση για ένα εντελώς νέο επάγγελμα το οποίο, ως εφαρμοσμένη έρευνα περιβαλλοντικής συμπεριφοράς θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτή τη βάση γνώσεων για να εντοπιστούν τα προβλήματα και, στη συνέχεια, να λυθούν. Σε άλλους κλάδους οι επιστήμονες ελέγχουν αυστηρά τις υποθέσεις εργασίας πριν τις χρησιμοποιήσουν ή πριν τις δημοσιοποιήσουν, ενώ οι αρχιτέκτονες χτίζουν κατευθείαν τις διαισθήσεις τους! Επιπλέον, στους άλλους κλάδους οι διαισθήσεις βασίζονται στη γνώση. Η εν λόγω βάση γνώσεων θα πρέπει να περιλαμβάνει όχι μόνο τις κοινωνικές επιστήμες αλλά και πολλούς άλλους κλάδους, συμπεριλαμβανομένων των γνωστικών επιστημών, την τεχνητή νοημοσύνη, την εξελικτική επιστήμη, τις επιστημονικές μεθόδους, τη λογική και τα μαθηματικά. Η έμφαση πρέπει να δοθεί σε άλλα πράγματα εκτός από την σχεδίαση - στην πραγματικότητα, έχω εδώ και χρόνια ζήτησε το κλείσιμο των (σχεδιαστικών) στούντιο ως το πρώτο βήμα για την διάσωση του κλάδου.


KN: Τώρα εσείς. Νομίζω ότι μπορούμε να πούμε ότι έχετε συγκεντρώσει εμπειρική εργασία από διαφορετικές πηγές. Όμως η δική σας προτεραιότητα δεν ήταν οι εμπειρικές μελέτες. Τώρα, καθώς αναφέρεστε μόνο στα συμπεράσματα των εμπειρικών μελετών που έχουν γίνει από άλλους, δεν νομίζετε ότι υπάρχει κίνδυνος να απομακρυνθείτε από τα αποδεικτικά στοιχεία όταν βασίζεστε σε τέτοιες μελέτες;


AR: Εγώ συνήθως δεν αναφέρομαι σε μία μόνο μελέτη. Θα προσπαθήσω να αναφερθώ σε όλες τις μελέτες που μπορώ να εντοπίσω ή ένα υποσύνολό τους και άρα σε όλα τα στοιχεία που υπάρχουν, όσο μπορώ να γνωρίζω, σε ένα θέμα. Και προφανώς, επιστημονικά, είμαι διατεθειμένος να παραιτηθώ, εάν τα στοιχεία υποδεικνύουν κάποια διαφορετική αλήθεια. Επίσης, πιστεύω ότι χρειαζόμαστε περισσότερους ανθρώπους να κάνουν αυτό που κάνω, εννοώ να επεξεργαστούν τη θεωρία. Είμαι από τους λίγους που κάνουν κάτι τέτοιο. Ήταν για μένα μια συνειδητή απόφαση η σύνθεση διότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι κάνουν εμπειρική εργασία, όμως συχνά χάνεται. Είναι απαραίτητο κάποιος να συνθέσει τις μελέτες και να αναπτύξει τη θεωρία. Ωστόσο, θα πρέπει επίσης πολλοί να εργάζονται για τη θεωρία. Μπορεί να οικοδομήσουμε διαφορετικές θεωρίες από τα ίδια δεδομένα και στη συνέχεια σε ένα υψηλότερο επίπεδο σύνθεσης μπορούμε να έχουμε και πάλι διαφορετικές απόψεις και έπειτα να ασχοληθούμε με τη «μετασύνθεση». Σε αυτό πλέον το επίπεδο, μπορεί κανείς να εξετάσει σε ποιο βαθμό οι διάφορες ερμηνείες των ίδιων δεδομένων είναι, έγκυρες ή όχι. Όπως γνωρίζετε, σήμερα αναπτύσσεται ένα εντελώς νέο πεδίο, που ονομάζεται μετα-ανάλυση. Είναι πολύ ποσοτικό, γεγονός που το καθιστά πολύ δύσκολο για μένα να το κατανοήσω, και υπάρχει διαμάχη για την αξία του, αλλά είναι για το πώς συντίθενται εκατοντάδες ή χιλιάδες μελέτες.


KN: Σε ποιους θα λέγατε ότι απευθύνεστε μέσα από τη δουλειά σας; Ποιός είναι ο ιδανικός αναγνώστης σας;


AR: Δεν νομίζω ότι έχω ένα ιδανικό αναγνώστη. Δουλεύω για τον εαυτό μου, ώστε να κατανοήσω και να εξηγήσω τις σχέσεις περιβαλλοντικής συμπεριφοράς. Το κάνω γιατί μου αρέσει. Βρίσκω επίσης όλο και περισσότερο ότι οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν τι διαβάζουν. Για παράδειγμα, βρίσκω συχνά να με αναφέρουν με ακριβώς αντίθετο νόημα από αυτό που είχα πρόθεση να μεταφέρω. Αυτό, παρεμπιπτόντως, είναι ένα άλλο πρόβλημα με τους αρχιτέκτονες, που δεν έχουν διδαχθεί να διαβάζουν, να κατανοούν, να αφαιρούν και να γενικεύουν. Είμαι αρκετά τυχερός να πληρώνομαι για να κάνω ό, τι μου αρέσει να κάνω. Είμαι πολύ εγωιστής για αυτά τα πράγματα, και επίσης πιστεύω και γνωρίζω από τη βιβλιογραφία ότι όλοι οι πραγματικοί ερευνητές εργάζονται για τον εαυτό τους. Μπορεί να προφασίζονται ότι το κάνουν για το καλό της κοινωνίας ή κάτι τέτοιο, αλλά βασικά πιστεύω ότι το κάνουν για να ικανοποιήσουν οι ίδιοι την ανάγκη τους να γνωρίσουν και να καταλάβουν. Πρόσφατα προσπάθησα να απλοποιήσω λίγο το γράψιμο μου, γιατί είδα ότι κάποιοι άνθρωποι δεν με καταλαβαίνουν, αλλά ακόμα όταν και τα απλά πράγματα εξακολουθούν να παρεξηγούνται, παραιτούμαι!. Το πρόβλημα δεν είναι το γράψιμο, αλλά το επίπεδο αφαίρεσης, η εννοιολογική προσέγγιση που χρησιμοποιείται, η οποία είτε δεν γίνεται κατανοητή είτε απορρίπτεται. Ο σκοπός της σύνθεσης για μένα είναι να αναπτύξω τη θεωρία. Πιστεύω ακράδαντα ότι δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν ταυτόχρονα πολλές εμπειρικές μελέτες. Για παράδειγμα, εάν είστε αρχιτέκτονας σε ένα γραφείο και μελετάτε τη στέγαση, δεν μπορείτε να καθίσετε και να συμβουλευτείτε τις χιλιάδες ερευνητικές μελέτες που υπάρχουν για τη στέγαση. Και εδώ είναι που συμβάλλει η θεωρία, γιατί αν υπάρχει η θεωρία δεν χρειάζεται να διαβάσει κανείς όλες τις εμπειρικές μελέτες, επειδή ήδη αυτές συνετέθησαν σε σχετικά λίγες αρχές. Συνεπώς, πιστεύω ότι αν αναπτυχθεί η θεωρία, η έρευνα θα γίνει πραγματικά πιο εφαρμόσιμη. Αν μπορώ να πω στους ανθρώπους: «Λοιπόν, κοίτα, αν ασχολείσαι με τη στέγαση, με ένα συγκεκριμένο υποσύνολο πληθυσμού και αναρωτιέσαι για μία σειρά από ζητήματα σχετικά με τα χαρακτηριστικά που πρέπει να ληφθούν υπόψη, τότε εγώ ξέρω να σου πω πώς αυτά τα χαρακτηριστικά αλληλεπιδρούν σε κάθε κατοικία ». Στη συνέχεια είναι πολύ πιο εύκολο. Μπορεί αμέσως κανείς να αναζητήσει τις σχετικές πληροφορίες και αν είναι σωστά οργανωμένες, τότε δεν είναι πάρα πολύ δύσκολο να ανακτηθούν τα κατάλληλα δεδομένα. Με την ευκαιρία, είναι ακριβώς αυτό που κάνουν και οι γιατροί. Ένας γιατρός δεν θυμάται κάθε κλινική μελέτη που έχει γίνει, αλλά ένα σύνολο βημάτων για τον προσδιορισμό ενός προβλήματος. Μόλις διαγνωσθεί η ασθένεια, τότε υπάρχει ένα θεωρητικό υπόβαθρο και στη συνέχεια ανατρέχει στην κλινική βιβλιογραφία λογοτεχνία και κατόπιν μπορεί να αρχίσει να λύνει το πρόβλημα. Βλέπετε, στις μελέτες της περιβαλλοντικής συμπεριφοράς με κάθε γενιά φοιτητών ξεκινούμε από το μηδέν. Για να το αποφύγουμε εκεί είναι που χρειάζεται η θεωρία, η σύνθεση. Αυτό γίνεται στους άλλους κλάδους. Οι συζητήσεις σχετικά με τα δεδομένα που πριν ήταν τεράστια τώρα συντίθενται σε μία ή δύο παραγράφους στο κείμενο. Γιατί δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό στο δικό μας κλάδο; Αυτό είναι που προσπαθώ να κάνω και όποιος το διαβάσει, μπορεί να το κατανοήσει και να είναι έτοιμος να το χρησιμοποιήσει, ή να ασκήσει κριτική και κατά συνέπεια να το αναπτύξει, θα είναι αναγνώστης μου.

KN: Έτσι, τη στιγμή που θα έχετε αναπτύξει αυτή τη θεωρία, μπορούμε να περιοριστούμε στην ανάγνωση μόνο Rapoport;


AR: Όχι, γιατί η θεωρία, σε κάθε επιστημονικό τομέα είναι το προϊόν των χιλιάδων ατόμων που έχουν εργαστεί για το χτίσιμο της θεωρίας για μεγάλα χρονικά διαστήματα, οικοδομώντας ο ένας πάνω στην εργασία του άλλου. Επίσης δεν προσπαθώ να αναπτύξω μία θεωρία αλλά να θέσω ποια θεωρία θα μπορούσε να είναι, πώς θα μπορούσε να αναπτυχθεί κλπ. Προσπαθώ να προωθήσω τις κατευθυντήριες αρχές. Γι 'αυτό και πιστεύω ότι θα πρέπει να υπάρχουν πολύ περισσότεροι να οικοδομήσουν μία θεωρία για την έρευνα περιβαλλοντικής συμπεριφοράς. Γι 'αυτό πιστεύω ότι ο κλάδος είναι σήμερα στάσιμος. Δεν έχουμε επενδύσει αρκετή προσπάθεια στη θεωρία, συνεχίζουμε να επαναλαμβάνουμε μικρές εμπειρικές μελέτες που πολύ συχνά είναι ακριβώς οι ίδιες με αυτές που έγιναν πριν από είκοσι χρόνια. Έχουν γίνει από ερευνητές οι οποίοι δεν γνωρίζουν καν την εμπειρική βιβλιογραφία πια. Αυτό, για παράδειγμα, ήταν ένα πρόβλημα με το ειδικό αφιέρωμα στον ήχο στο τεύχος Αρχιτεκτονική & Συμπεριφορά, μια θαυμάσια ιδέα, δεδομένου ότι είναι ένα σημαντικό και παραμελημένο θέμα, όπου οι συγγραφείς δεν παρέθεταν σχεδόν καμία σχετική εμπειρική βιβλιογραφία, τη μικρή δηλαδή, που υπάρχει στο χώρο - και σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει εδώ και πολλά χρόνια.

KN: Σας ευχαριστώ πολύ για αυτή τη συνέντευξη. Νομίζω ότι οι αναγνώστες μας θα εκτιμήσουν το άνοιγμά σας και την αμεσότητα σας.

1 ανθρωπογενές περιβάλλον

2 History and precedent in Environmental design

21 Μαρ 2014

ΕΘΙΣΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Οι εθισμοί χτυπούν την πόρτα των έξυπνων ανθρώπων. 

Τι ψέμα, τι κολακευτικό ψέμα. Οι εθισμοί χτυπούν την πόρτα όλων μας. Δεν ξέρω τι λέει η βιοχημεία, η βιολογία, η φυσιολογία, η ψυχολογία και όλες οι λογίες, οι εθισμοί είναι ο τρόπος που ξεκουράζεται το αγχωμένο μας πνεύμα. Και όλοι κατα καιρούς έχουμε νιώσει κόπωση στο πνεύμα. Ειδικά σε συνθήκες ακραίου στρες όπως σήμερα.


Εθισμοί. Στο αλκοόλ, στη ζάχαρη, στον καφέ. Στο σεξ. Στον υπερβολικό ύπνο. Στο τσιγάρο φυσικά.
Αυτά είναι εύκολα, τα ζητά το σώμα, λες εντάξει τωρα ας φάω και τη δεύτερη σκολατίνα....
Και νιώθεις ότι χόρτασες, ότι δεν θα ξαναπεινάσεις, άσχετα αν εκεινη την ώρα πεινάει το μυαλό. Ας κάνω κι ένα τσιγάρο, η νικοτίνη μέσα μου ζητάει παρέα. Κι ένα ποτηράκι, οίνος ευφραίνει...Ας ρίξω και μια πασιέντζα.
Και λίγο πορνό στο ίντερνετ, μεσημεριανή χαλάρωση. Το ζητάει το σώμα. Ποιό σώμα; Αυτό που τόχεις πήξει στις σοκολάτες, στα ξύδια, στα φαρμάκια και αυτό που κοντεύει να βαλσαμωθεί από τον πολύ ύπνο.
Υπάρχουν και κάτι κολλήματα όμως που δεν ξέρεις από που σούρθαν. Κόλλημα στο διαδίκτυο για παράδειγμα. Στα ψηφιακά παιχνίδια. Πώρωσηηηη!

Σκάσε φούσκες χρωματιστές, σκάψε λαγούμια υπόγεια, τάισε με μπιμπερό τα κοτόπουλα
(! ναι, ναι... είναι αλήθεια!), σκότωσε.
Την ώρα σου.
Μα να σκοτώσεις την ώρα; Δεν μπορείς απλά να την αφήσεις να φύγει;
Όχι. Οχι γιατι πονάει. Πονάει που αυτή η ώρα έρχεται με μια αγκαλιά κενό να σου θυμίζει τους άδικους κόπους. Πονάει που αυτή η ώρα έρχεται με δαφνοστεφανωμένους ανίκανους, με το γέλιο ως τ΄αυτιά για την επιτυχία τους.

Η ζωή είναι μεγάλη.
Το είπε κάποιος μεγάλος.
Και μικρός να το έλεγε, πάλι μεγάλη ειναι. Γι αυτό ας βιαστούμε.

Τυλιγιές

Το κείμενο αυτό ετοιμάστηκε από τους υπογράφοντες, για το Δίκτυο Μουσείων Μάνης που σχεδίασε το Υπουργείο πολιτισμού το 2004. Βασίζεται κυρίως σε επιτόπια έρευνα. Δημοσιεύτηκε στο Μανιάτικοι Οικισμοί, Δίκτυο Μουσείων Μάνης, ΥΠΠΟ, Αθήνα 2004, σελ.118-119
και αναρτήθηκε σε μια πινακίδα στον Πύργο Μούρτζινων. Δεν γνωρίζω αν υφίσταται ακόμη.



Κορνηλία Ζαρκιά και Γιάννης Σαΐτας


Η μανιάτικη τυλιγή είναι μια απλή κατασκευή που χρησιμεύει στο «τύλιγμα» (τυλιγάδιασμα, ή ιδιάσιμο, ή διάσιμο, ή γιάθισμα), δηλαδή ένα στάδιο της προετοιμασίας του νήματος για τον αργαλειό. Απαντά σε ανοικτούς κοινόχρηστους χώρους του οικισμού, κατά κανόνα στις μικρές πλατείες κοντά σε εκκλησίες επειδή το διάσιμο, απαιτεί ελεύθερο χώρο που πρέπει να φθάνει σε μήκος τα 8-10 μέτρα. «Πάμε στην τυλιγή να διαστούμε» λένε οι ανυφάντρες, εννοώντας τόσο το χώρο, όσο και την κατασκευή. Τυλιγιές σώζονται ως σήμερα σε αρκετές θέσεις, όπως στην Αρεόπολη (στον Άη Γιάννη, την Αγία Κυριακή και την Παναγία τη Γεωργιάνικη), στα Κριλιάνικα (στην Παναγία), στη Χαριά (στον Άγιο Γεώργιο), στην Καρήνεια (στον Άγιο Γεώργιο) και αλλού. Στην Έξω Μάνη, όπου η σηροτροφία και η υφαντική είχαν μεγαλύτερη διάδοση, απαντούν σε πολλούς οικισμούς, όπως σε τρεις θέσεις στη Λαγκάδα και αλλού.
Η τυλιγή αποτελείται από ένα ζευγάρι όρθιες πέτρες στερεωμένες στο έδαφος παράλληλα μεταξύ τους σε απόσταση 80-90 εκ. Οι πέτρες αυτές, λιγότερο ή περισσότερο αδρά κατεργασμένες, έχουν πάχος 20-25 εκ., μήκος 45–50 εκ. και ύψος περίπου 40 εκ. Στο πάνω μέρος τους έχουν λαξεμένο από ένα αυλάκι (οδηγό, ‘δηγό) με διατομή από 7Χ7 έως 10Χ10 εκ. Στα αυλάκια αυτά οι ανυφάντρες στηρίζουν το πίσω αντί, ένα ειδικό ξύλινο εξάρτημα του αργαλειού (‘στόβαθου), ώστε να μπορεί να περιστρέφεται οριζόντια. Το πίσω αντί, όπου τυλίγεται το στημόνι του υφαντού, είναι ένα μονοκόμματο, ευθύγραμμο στρογγυλεμένο ξύλο, μήκους 120 εκ. και διατομής περίπου 6 εκ. Κατά μήκος του έχει μια αυλακιά με βάθος 2 εκ., όπου στερεώνονται τα νήματα με ένα λεπτό καλάμι, τη βέργα. Στη μία του άκρη έχει δύο τρύπες, όπου μπαίνει ο σφίχτης, ένας ξύλινος μοχλός μήκους 25 εκ., με τον οποίο το περιστρέφουν σε δύο κινήσεις.
 Οι ανυφάντρες, πριν πάνε στην τυλιγή, τακτοποιούν σε διασίδι τα νήματα που θα αποτελέσουν το στημόνι, δηλαδή το νήμα που εκτείνεται κατά μήκος του υφάσματος. Το διασίδι ρυθμίζει τόσο το μήκος όσο και το φάρδος του υφάσματος που πρόκειται να υφανθεί. Για ύφασμα πλάτους 80 εκ., παραδείγματος χάριν, χρειάζονται 80 νήματα, περασμένα σταυρωτά, ενωμένα πρόχειρα με κλωστή σε «δέματα». Στη συνέχεια μεταφέρουν στην τυλιγή το πίσω αντί καθώς και το διασίδι, δεμένο σαν αλυσίδα ή σαν κοτσίδα. Εκεί, για να τυλιχτεί το νήμα στο αντί χρειάζονται δύο ως τρεις γυναίκες. Η μία, που πρέπει να είναι μαστόρισσα στο τύλιγμα, κάθεται πίσω από την τυλιγή, τοποθετεί το αντί στους οδηγούς πάνω στις πέτρες και κρατά τους σφίχτες στο ένα της χέρι. Τοποθετεί την μια άκρη του διασιδιού στην αυλακιά του αντιού και τη στερεώνει με τη βέργα. Αραιώνει τα «δέματα» των νημάτων και βάζει ένα καλάμι μπροστά από τη σταύρωσή τους και ένα από πίσω, τα σταυροκάλαμα, ή ένα χτένι. Η δεύτερη στέκεται σε απόσταση 8 έως 10 μέτρα μακριά και απέναντι από την τυλιγή, κρατά δυνατά το διασίδι στα χέρια της ή στη μέση της και το αφήνει σιγά-σιγά, με το ρυθμό που η πρώτη γυρνά το αντί με τους σφίχτες, ώστε να τυλιχτεί γερά, τεζαριστά, χωρίς «μπόσικα». Ενδιάμεσα, αλλά πιο κοντά στην τυλιγή είναι μια τρίτη γυναίκα που ελέγχει τα νήματα στα σταυροκάλαμα, να έρχονται ίσια χωρίς μπερδέματα και κόμπους στο αντί. Είναι σημαντικό το στημόνι να τυλιχτεί ακριβώς στη μέση του αντιού, αφήνοντας ίσες αποστάσεις από τα δύο άκρα, για να μη στραβώσει το υφαντό κατά την ύφανση. Το αντί με το τυλιγμένο στημόνι μεταφέρεται κατόπι στο χώρο όπου ακολουθεί το μίτωμα, δηλαδή το πέρασμα του στημονιού σε ειδικά εξαρτήματα, που λέγονται μιτάρια.

Βιβλιογραφία

 Κάσσης Κ., Λαογραφία της Mέσα Mάνης, τόμ. Α’ Υλική Ζωή, Aθήνα 1980, σελ. 225-226.

20 Μαρ 2014

ΕΑΡΙΝΟ ΞΥΠΝΗΜΑ

Πριν από αρκετά χρόνια, όπως φαίνεται και από την πρώτη ανάρτηση, ένας καλός φίλος μου έστησε αυτό το μπλόγκ. Τότε ήταν πρωτοπορία, δεν είχε γίνει μόδα, έτσι κι εγω δεν ενδιαφέρθηκα να το αξιοποιήσω. Δεν είχα και χρόνο, άλλωστε. Είχα δουλειές, είχα μικρό παιδί, έγραφα, διάβαζα, ταξίδευα.
Τώρα, εδω και καιρό, όπως και πολλοί σαν εμένα, δεν έχω "δουλειές". Έχω επάγγελμα, το οποίο δεν φαίνεται να είναι χρήσιμο πια. Αρχιτέκτονας. Έχω και ένα δεύτερο επάγγελμα, βέβαια θα έλεγε κανείς ότι δεν είναι επάγγελμα, αλλά περισσότερο τρόπος σκέψης, οπτική, φιλοσοφική προσέγγιση. Τώρα πια. Θα μπορούσε να είναι και επάγγελμα, αλλά κι αυτό δεν φαίνεται να είναι τόσο χρήσιμο. Ανθρωπολόγος.

Αφού πέρασα ένα διάστημα που έψαχνα να δώ τί έκανα εγώ στραβά, αφού πέρασα το διάστημα της θλίψης για την αδυναμία μου "να κυνηγήσω τ'όνειρο", αφού μέσα σ αυτό το διάστημα έκανα διάφορες καταστροφικές σκέψεις κατηγορώντας με, άρχισα να ξυπνάω από τον ενοχικό εαυτό και να καταλαβαίνω ότι δεν είμαι μόνο εγώ έτσι. Ότι το σύνολο γύρω μου καταρρέει. Η επαγγελματική επιτυχία που κάποιοι φίλοι και γνωστοί είχαν τα περασμένα χρόνια, και τους θαύμαζα και τους χαιρόμουνα γι αυτό, κλονιζόταν τωρα από χρέη, αδυναμία πληρωμών, έλλειμα αξιοπιστίας...

Δεν μπορώ να πώ ότι ένιωσα καλύτερα συνειδητοποιώντας αυτή την πραγματικότητα, που όλοι ζούμε. Στην αρχή και πριν φανεί το μέγεθος της καταστροφής της χώρας, το μέγεθος του παραπλανητικού τσίρκου που ζούσαμε, η αλήθεια είναι ότι ένιωθα τουλάχιστον λιγότερες ενοχές - οτι δεν φταιω εγω που δεν έχω να πληρώσω το ρεύμα για παράδειγμα. Λίγο μετά, πολύ λίγο μετά, ένιωσα την ασφυξία που προκαλεί το αδιέξοδό μας.

Άρχισα λοιπόν να αμύνομαι. Να ασχολούμαι με διάφορα χρήσιμα και άχρηστα πράγματα, για να κρατώ το μυαλό μου μακριά από τη θλίψη. Άρχισα να προσφέρω εθελοντική εργασία. Άρχισα να διαβάζω Ιστορία, να μαθαίνω. Έπαιζα μετα μανίας παιχνίδια στον υπολογιστή. Άρχισα να γράφω νουβέλες.

Κληρονομιά από την καλή εποχή είχα τη γιόγκα. Πήγαινα και χαιρόμουν την άσκηση αλλά και την παρέα, την κοινότητα. Τους "γιόγκι".
Η πρακτική αυτή κατέληξε να γίνει ο κεντρικός στύλος μου τις γκρίζες μέρες που περνούσα και με στήριζε. Στήριζε το σώμα μου και το πνεύμα μου. Η μέρα μου άρχισε να οργανώνεται γύρω από το μάθημα της γιόγκα.

Τώρα θέλω να γράψω αυτη την εμπειρία των τελευταίων ετων σ αυτό το μπλόγκ. Όχι ακριβως για να αποκαλυφθω σε γνωστούς και αγνώστους, αλλά για να βρω ένα τρόπο να ταξινομήσω τα γεγονότα, να τα αξιολογήσω. Και η γραφή με βοηθάει.
Θα αναρτήσω σιγά σιγά τη δουλειά μου. Και σιγά σιγά τις σκέψεις μου.
Αν κάποιοι το βρουν ενδιαφέρον, θα είναι τιμή και χαρά μου να το μάθω. 

19 Μαρ 2014

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙA



27, 28 /5/ 2011, ΕΜΠ, ΚΤΗΡΙΟ ΑΒΕΡΩΦ
ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ: ΕΜΠ, ΑΠΘ, ΠΘ, Π. ΠΑΤΡΩΝ. Π. ΚΡΗΤΗΣ, Π. ΚΥΠΡΟΥ


Αποτύπωση και τεκμηρίωση παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος

Θα ήθελα να κάνω μία διόρθωση και διευκρίνιση στον τίτλο της εισήγησής μου Το περιβάλλον είναι ανθρωπογενές και όχι ανθρωπολογικό (μου θύμισε αυτό που λένε οι παρουσιαστές των αθλητικών «τους ήρθε μία ψυχολογία»..)
Το μάθημα αυτό ξεκίνησε ως μία προσπάθεια εισαγωγής των τριτοετών και τεταρτοετών φοιτητών στην Κοινωνική Ανθρωπολογία και Εθνολογία ως εργαλεία στοχασμού. Ανθρωπολογία και παραδοσιακή αρχιτεκτονική ήταν ο τίτλος του μαθήματος για τα τρία πρώτα χρόνια. Αν η δημιουργία του χώρου είναι αντικείμενο της αρχιτεκτονικής και το αντικείμενο της Ανθρωπολογίας είναι η καταγραφή και η ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων και του πολιτισμού τότε οι δύο αυτές επιστήμες μπορούν να έχουν έναν κοινό στόχο: την αντιμετώπιση του κτισμένου χώρου ως ολιστικού κοινωνικού παράγοντα (fait social total) που αφ’ ενός αφορά όλο το ανθρώπινο είδος, αφ ετέρου φέρει τα χαρακτηριστικά της ομάδας και του πολιτισμού από τον οποίον προέρχεται.
Η ανθρωπολογία παραδοσιακά αφορούσε τη μελέτη μικρών κοινωνικών ομάδων, εξωτικών φυλών, των δομών και του πολιτισμού. Γενικά καταπιάνεται με τον Άλλον. Μας προσφέρει τρόπους για την εκ των έξω θεώρηση κοινωνικών φαινομένων και κοινωνικών γεγονότων. Κατ αναλογία, στη μελέτη της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, η ανθρωπολογία μας διδάσκει μεθόδους ανάλυσης της ως να ήταν ξένη ή εξωτική.
Χρησιμότατη οπτική, καθώς αυτό που είθισται να ονομάζουμε Παραδοσιακή αρχιτεκτονική, ή Παραδοσιακοί οικισμοί είναι μία παγιωμένη ή παγωμένη εικόνα του οικισμένου χώρου ενός προηγούμενου σταδίου της κοινωνίας μας, συνήθως της προβιομηχανικής εποχής. Η κοινωνίες αλλάζουν με ένα ρυθμό ενώ ο χώρος, αν και είναι πεδίο έκφρασης των κοινωνικών αλλαγών όπου εγγράφονται οι εξελίξεις, διατηρεί ένα δικό του ρυθμό ,μία αδράνεια. Μεταφέρει για καιρό μηνύματα και αξίες κάποιας παρελθούσης κοινωνικής οργάνωσης, κώδικες κάποιας ανύπαρκτης πλέον κοσμοθεωρίας, ιεραρχίας και ηθών.

Στη χώρα μας όπως όλοι εδώ γνωρίζουμε, οι παραδοσιακοί οικισμοί σε μεγάλο ποσοστό διέσωσαν την εικόνα που παρουσίαζαν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, κυρίως λόγω εγκατάλειψης. (αγροτική έξοδος, αστυφιλία κλπ) και όχι λόγω προστασίας. Συνεπώς το προηγούμενο ιστορικό στάδιο ενός οικισμού που αντιστοιχεί σε μια προηγούμενη μορφή κοινωνικο-οικονομικής οργάνωσης, είναι στα μάτια μας εξωτικό, όπως εάν ανήκε σε έναν άλλο – ξένο γεωγραφικό χώρο.
Η ανθρωπολογία θα μας δώσει τα κλειδιά για την κατανόηση τόσο της οργάνωσης του οικισμού και του τρόπου παραγωγής του, όσο και για διάφορες οικοδομικές τεχνικές και υλικά. Οι συνήθειες, το lifestyle, αλλά και η μαγική σκέψη, τα σύμβολα, οι τελετουργίες, οι φόβοι και η κοσμοθεωρία είναι πολλές φορές οι αιτίες πίσω από απλά υλικά ερωτήματα της οικοδομικής της κατοικίας, της χάραξης των μονοπατιών ή της χωροθέτησης των δημόσιων χώρων.
Καθώς ο κτισμένος χώρος είναι ο κατ εξοχήν φορέας της ιδεολογίας, της αισθητικής και της ηθικής της κοινωνίας, διατηρώντας μία διαντιδραστική σχέση μαζί της διότι με τη σειρά του αναπαράγει πρότυπα και ιεραρχίες, είναι ένα πολύτιμο αρχείο πληροφοριών για την κοινωνική και οικονομική ιστορία.

Ο ανθρωπογενής χώρος είναι αυτός στον οποίο ο άνθρωπος έχει επέμβει είτε με κατασκευή, είτε με εγκαθίδρυση συμβόλων και τελετουργιών, είναι ο χώρος που ανήκει στον Πολιτισμό. Διαχωρίζει τον κόσμο από το χάος και την αταξία, τον άνθρωπο από τα ζώα, το ιερό από το βέβηλο, την ασφάλεια της κατοικία από την ανασφάλεια και τους κινδύνους της φύσης. Η εθνολογική – ανθρωπολογική θεώρηση, μελετά και ερμηνεύει τη χρήση του ζωτικού χώρου της κοινωνικής ομάδας τόσο με τις παραγωγικές διαδικασίες, όσο και με την προβολή στο έδαφος όλων των άυλων παραγόντων που κρατούν μια ομάδα συνεκτική και λειτουργική. Τα ιερά σύμβολα, ο προσανατολισμός, η τοπική ιστορία, η συλλογική μνήμη κάποιων αρνητικών γεγονότων –φυσικών καταστροφών, ασθενειών, εν γένει κινδύνων- καταγράφονται με διάφορους τρόπους στη χρήση του χώρου και δημιουργούν με τη σειρά τους χωρικές συμπεριφορές και αντιδράσεις.
Το μάθημα λοιπόν της ανθρωπολογίας σε μια αρχιτεκτονική σχολή, πιστεύω ότι προσφέρει ακριβώς τους τρόπους να αναγνωρίσει ο φοιτητής τα εγγενή λειτουργικά στοιχεία σε μια τοπική αρχιτεκτονική, να τα αξιολογήσει και να τα εξελίξει αν χρειαστεί.

Αυτή η μικρή εισαγωγή μου ήταν απαραίτητη για να σας εξηγήσω τι ακριβώς κάναμε το 2008, 9 και 10 διότι εφέτος δοκιμάσαμε μία παραλλαγή που βγήκε πολύ ενδιαφέρουσα,
Το πρώτο ζητούμενο ήταν να ασχοληθούμε με την θεωρία : τι είναι Κ.Α. τι Εθ. λίγα ιστορικά της επιστήμης
σχετικά με το περιεχόμενο των σχολών, οι ορισμοί, τα κυριότερα ευρήματα
γνωριμία με τους διάφορους κλάδους και ιδιαίτερα με τον Amos Rapoport , με τη χαρακτηριστική του θεωρία για τους παραδοσιακούς οικισμούς,
Ειδική μνεία γίνεται στον Έγκελς, Μόργκαν και Δαρβίνο, στον Φρόυντ και την ψυχαναλυτική θεωρία
στο Λεβι Στρως και τους Μπορορο\στο Μπουρντιέ και το σπίτι Καμπύλ

Τα κεφάλαια που θίγονται:
η κατοικία σε σχέση με το σύστημα συγγένειας, το σύστημα μεταβίβασης των αγαθών και της αναγνώρισης της καταγωγής, οι οικισμος ως δομή και μορφή κλπ

Ειδικά κεφάλαια
το γενεαλογικό δένδρο και ο τρόπος αξιόπιστης καταγραφής των μελών και η χρήση του στην ανάλυση του χώρου
Η συνέντευξη : τεχνικές, κατασκευή ερωτηματολογίου, παρατήρηση πληροφορητή


Η άσκηση του εξαμήνου ήταν να περιγραφή ένα χωρικό φαινόμενο με ανθρωπολογική ερμηνεία.
η πλατεία
η γαμήλια τελετουργία
συγγένεια και κατοικία
τα χάνια των ιωαννίνων
η ύδρα
οι επιτάφιοι στη Σύρο
Μετά από τη διαπίστωση ότι στη σχολή μας λείπει το μάθημα της αποτύπωσης, στο φετεινό εξάμηνο αποφάσισα να κάνω ως άσκηση εξαμήνου αποτύπωση, παλι σε συνδυασμό με την ανθρωπολογική θεωρία. Έτσι επελέγησαν 5 κτίρια τα οποια οι φοιτητές θα αποτυπώσουν και θα μελετήσουν.
Επίσης εκπονείται και ένας αντιληπτικός χάρτης.
Τέλος και σημαντικότερα δίνονται οι προεκτάσεις για την αστική Ανθρωπολογία (Urban Anthropology) που πιστεύω ότι είναι η σημερινή εφαρμογή του στοχασμού αυτού. Οι φυλές της πόλης, οι μικρές κοινωνικές ομάδες που συγκροτούν τον αστικό πληθυσμό και αντιστοιχούν σε ένα απολύτως διαστρωματωμένο και ιεραρχημένο (με την ευρύτερη έννοια) αστικό περιβάλλον, είναι η νέα πρόταση της Ανθρωπολογίας του Χώρου. Αν μάλιστα συσχετίσουμε την οπτική αυτή με το γεγονός ότι παραδοσιακά αρχιτεκτονήματα είναι πλέον οι πρώτες πολυκατοικίες και οι αστικές γειτονιές που μετρούν ήδη 100 χρόνια, άρα εμπίπτουν στην προστασία του Αρχαιολογικού Νόμου, τότε οι μέθοδοι μελέτης και έρευνας της Ανθρωπολογίας και Παραδοσιακής Αρχιτεκτονικής μπαίνουν σε μία καινούργια εποχή με νέο λεξιλόγιο και στόχους.

Κορνηλία Ζαρκιά

ΤΟΠΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ



ΔΡΑΜΑ 10, 11, 12 /12/. 2010, ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ : ΚΕΝΤΡΟ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΕΤΡΟΥΣΑΙΩΝ

Έννοιες, ορισμοί, παρεξηγήσεις και παγίδες στα ζητήματα πολιτιστικής διαχείρισης.
Δρ. Κορνηλία Ζαρκιά, Αρχιτέκτων, Κοινωνικός Ανθρωπολόγος

Σήμερα είναι κοινός τόπος να πούμε ότι υπάρχει μια τεράστια αγωνία όλων μας για την εξεύρεση βιώσιμων λύσεων στα πολυσύνθετα οικονομικά μας προβλήματα, στο να αναστρέψουμε τον αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης και να δώσουμε ευκαιρίες και διέξοδο στην ερημωμένη ελληνική ύπαιθρο κυρίως. Το συνέδριο αυτό δηλώνει την πρόθεσή του ήδη από τον τίτλο του :
Μπορούμε να δώσουμε αναπτυξιακή διάσταση στη διαχείριση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς αποφεύγοντας τις παγίδες και τις παρεξηγήσεις του παρελθόντος;
Τα τελευταία 20-30 χρόνια διαρκώς συζητιούνται τα θέματα της διαχείρισης του πολιτισμικού πλούτου, της κληρονομιάς και της ταυτότητας σε συνδυασμό με αναπτυξιακή διάσταση από ειδικούς ή και λιγότερο ειδικούς, πάντα όμως διαπιστώνεται θεωρητικό έλλειμμα και αδυναμία εφαρμογής προτάσεων στο υφιστάμενο πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο. Δεν ξέρω αν θα καταφέρω να προσθέσω κάτι ενδιαφέρον ή καινούργιο στη συζήτηση, θα ήθελα όμως να πάρω θέση για τα ζητήματα αυτά, κυρίως ως επαγγελματίας που ασχολήθηκα έμπρακτα, αλλά και θεωρητικά με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τον τουρισμό και αντιλήφθηκα την παθολογία και τις παρεξηγήσεις που μας φέρνουν σε λανθασμένες στρατηγικές και αδιέξοδα.

Παρεξηγήσεις :
Μία από τις παρεξηγήσεις που έφεραν δυσκολίες και αδιέξοδο στη διαχείριση των πολιτιστικών κληροδοτημάτων και το σχεδιασμό της αναπτυξιακής πολιτικής ήταν το δίλημμα «διατήρηση της παράδοσης ή ανάπτυξη» ;
Ας θυμηθούμε εν συντομία, πως δημιουργήθηκε το παράδοξο αυτό ερώτημα.
Το έμπρακτο ενδιαφέρον για την παραδοσιακή αρχιτεκτονική στη χώρα μας, ξεκίνησε γύρω στο 1950 από τους εκπρόσωπους του Μοντέρνου. Την ίδια εποχή πρωτοεμφανίστηκε ο νόμος 1469/50, ο πρώτος που μιλούσε για προστασία μνημείων μεταγενεστέρων του 1830 και προστασία τόπων ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους. Ο νόμος αυτός του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, ήταν γενικός και ασαφής, άφηνε δε την τελική απόφαση των χαρακτηρισμών των ιστορικών τόπων στη δικαιοδοσία μιας Επιτροπής- προγόνου του σημερινού Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου. Όπως αποδείχθηκε, ο χειρισμός αυτός δεν ήταν αρκετός να αντισταθεί στην πολλαπλασιαζόμενη οικοδομική δραστηριότητα των επόμενων δεκαετιών. Ως το 1975 χάθηκε το 80% του συνόλου των νεώτερων μνημείων και συνόλων στην Επικράτεια1 . Και ενώ επισημάνθηκε πολλές φορές, εν τω μεταξύ, ο κίνδυνος της δραματικής καταστροφής της αρχιτεκτονικής μας παράδοσης, τα θεσμικά μέτρα στις επόμενες δεκαετίες παρέμειναν πενιχρά και αδύναμα μπροστά στις οικονομικές πιέσεις της ανοικοδόμησης και του μαζικού τουρισμού.
Οι ιδεολογικές προσεγγίσεις από την άλλη πλευρά, πέρασαν από όλο το φάσμα των παρεξηγήσεων, καθώς δεν είχε προλάβει να ωριμάσει μία επιστημονική θεωρητική τοποθέτηση, αρκετά ισχυρή ώστε να ανακάμψει τις παγίδες. Έτσι, περάσαμε από μία ρομαντική προσέγγιση της ελληνικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής με ιδεολογήματα περί συνέχειας του αρχαίου και βυζαντινού προτύπου, σε μία ελληνοκεντρική καρικατούρα την εποχή της επταετίας και στη χυδαία εμπορευματική αρχιτεκτονική του μπετόν, για να καταλήξουμε σε μία ερημωμένη ύπαιθρο με παραδοσιακούς οικισμούς να αργοπεθαίνουν και τα νεώτερα μνημεία και σύνολα να έχουν μειωθεί δραματικά, απροστάτευτα και κατηγορούμενα ως «βάρος» αντι-αναπτυξιακό.
Από το 1975 και μετά γίνεται σαφώς συστηματικότερη προσπάθεια με κήρυξη οικισμών ως παραδοσιακών και θέσπιση ειδικών όρων δόμησης, καταγραφή νεότερων μνημείων και συνόλων, ίδρυση Εφορειών Νεωτέρων Μνημείων και οργάνωση ενημερωτικών συνεδρίων, ημερίδων και σχετικών επιστημονικών συναντήσεων. Αξίζει να σημειωθεί στην περίοδο αυτή, το έργο του προγράμματος Παραδοσιακών Οικισμών του ΕΟΤ που με πρωτοποριακό τρόπο συνέδεσε τη γνώση και το σεβασμό στην παράδοση με την τουριστική αξιοποίηση.
Ωστόσο η περίοδος αυτή παράλληλα με τα οράματα κληροδότησε στις επόμενες δεκαετίες και πολλά προβλήματα, κυρίως θεσμικά και οργανωτικά. Τα κυριότερα ήταν :
  • Τα ειδικά διατάγματα για τους όρους δόμησης σε παραδοσιακούς οικισμούς από το 1978 κ.ε. βασίζονται περισσότερο στις απαγορεύσεις και οδηγούν ουσιαστικά σε μία τυπολατρική και μορφολογική μίμηση της παράδοσης. Έτσι ο μελετητής δύσκολα ξεφεύγει από τις εύκολες λύσεις της επανάληψης και μίμησης μορφολογικών στοιχείων αντί να τα χρησιμοποιήσει δυναμικά εξελίσσοντάς τα. Αρχίζουν σιγά – σιγά να εμφανίζονται τα «νεοπαραδοσιακά», τα οποία χρησιμοποιούν άκριτα, σαν σκηνογραφία, διάφορα παραδοσιακά στοιχεία, όπως οι γνωστές μας κυκλαδίτικες καμάρες ή τα βορειοελλαδίτικα χαγιάτια.
  • η αδυναμία εφαρμογής των νόμων λόγω έλλειψης υποδομής και πολιτικής βούλησης. Η πολιτεία, παρά τις καλές νομοθετικές προθέσεις, δεν ήταν σε θέση να παρέχει οικονομικά μέσα και κίνητρα. Η εφαρμογή των νόμων σε τέτοιο πλαίσιο οδηγεί κατά κανόνα σε απίστευτες διαστρεβλώσεις, καθυστερήσεις, παρερμηνείες, πελατειακές σχέσεις κλπ με αποτέλεσμα η πολιτεία να γίνεται εχθρική στον πολίτη.
  • Η πολυνομία και η πολυαρχία στα υπόψη θέματα, οδηγεί σε αντιφατικές αντιμετωπίσεις και ανοίγει ο δρόμος για παραβάσεις και παρανομίες.
Από τις προηγούμενες νομοθετικές ασάφειες για τα νεώτερα μνημεία φθάσαμε στον αρχαιολογικό νόμο του 2002 κατά τον οποίο θεωρείται δυνάμει μνημείο κάθε κινητό ή ακίνητο πολιτιστικό αγαθό με ηλικία 100 ετών και πάνω. Και ο νόμος αυτός για πρώτη φορά ομιλεί και για άϋλα αγαθά που κληροδοτούνται (εικόνες και ήχοι, διάλεκτοι, χοροί κλπ).
Ο παραπάνω νόμος αποδίδει τιμή και αξία στα νεώτερα δημιουργήματα, έχοντας επίγνωση ότι η πολιτιστική παραγωγή δεν σταματά, δεν ακινητοποιείται σε κάποια ημερομηνία. Για πρώτη φορά μπαίνει η έννοια της ιστορικής συνέχειας της παράδοσης και του πολιτισμού. Δυστυχώς και πάλι ο νόμος αυτός δεν δίνει βήμα στην «ολοκληρωμένη συντήρηση» integrated conservation) που διατυπώθηκε στη Διακήρυξη του Άμστερνταμ (1975).
Η πολυνομία και πολυαρχία δεν αντιμετωπίστηκαν ούτε σε αυτή τη φάση, με αποτέλεσμα η αυθαιρεσία να είναι δυστυχώς ακόμη και τώρα ο κανόνας στις επεμβάσεις σε παραδοσιακά κτίρια και οικισμούς.

Έννοιες
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις παρεξηγήσεις που είναι υπεύθυνες για σοβαρά προβλήματα στην πολιτιστική διαχείριση, ας σταθούμε λίγο στην έννοια της Πολιτιστικής Κληρονομιάς : Αγαθό με ιστορική, συναισθηματική και συμβολική αξία, με ή και χωρίς χρηματική/ ανταλλακτική αξία που περιέρχεται στη νεώτερη γενιά. Η πολιτιστική κληρονομιά αναφέρεται βεβαίως σε ένα γεωγραφικό τόπο, σε μια κοινωνική ομάδα και σχετίζεται με συναισθηματικούς και ιδεολογικούς δεσμούς. Θεωρητικά υπάρχει το δικαίωμα της αποποίησης της κληρονομιάς ή της αποδοχής της. Στη δεύτερη περίπτωση πληρώνουμε φόρο κληρονομιάς, Αυτό το φόρο λοιπόν της πολιτιστικής κληρονομιάς ποιος τον πληρώνει; Αν η πολιτεία υποχρεώνει τον πολίτη να αποδεχθεί και να διατηρήσει ένα κληρονομούμενο αγαθό, δεν θα έπρεπε αυτό το φόρο να τον πληρώσουμε όλοι, αφού – θεωρητικά – όλοι κληρονομούμε;

Το παράδειγμα ενός διατηρητέου κτιρίου είναι το πιο χτυπητό. Τα κτίρια και η γη έχουν χρηματική αξία καθώς και αξία χρήσης. Αποκτούν υπεραξία με το χρόνο όταν αξιολογηθούν ως διατηρητέα, αλλά και απαξιώνονται πάλι από το χρόνο, τη φθορά. Και μόνο ο ορισμός ενός κτιρίου ως διατηρητέου του προσθέτει αξία, πράγμα διφορούμενο όπως γνωρίζουμε, διότι κάτι τέτοιο σημαίνει ότι ενώ η αξία χρήσης του έχει μηδενιστεί (διότι είναι ερείπιο πολύ απλά ή εν πάσει περιπτώσει δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κατοίκισης ανθρώπων του σήμερα) αυξάνεται η χρηματική και ανταλλακτική του αξία. Για να μπορέσει όμως να γίνει και χρήσιμο θα πρέπει να επενδυθούν και άλλα χρήματα πάνω του.
Στην περίπτωση της κατοχής ενός τέτοιου ακινήτου, το οποίο από τη φύση του είναι μία ακριβή και απαιτητική υπόθεση, η πολιτεία δεν υποχρεώνει απλώς τον ιδιώτη να πληρώσει, τον «τιμωρεί» κιόλας εμπλέκοντάς τον σε δαιδαλώδεις διαδικασίες, ασύμφορες και χρονοβόρες προκειμένου να το αξιοποιήσει. Κι έτσι αντί να θεωρηθεί τιμή η κατοχή ενός τέτοιου ακινήτου θεωρείται δυσβάσταχτο βάρος. Η συχνότερη αντίδραση σ’ αυτή την πρακτική είναι η προσπάθεια «αφανισμού» των «ενοχοποιητικών» στοιχείων: αδιαφορία έως ότου καταρρεύσει από το χρόνο, αλλοίωση χαρακτηριστικών στοιχείων, ακόμη και νυχτερινή κατεδάφιση!
Αυτοί που αντιμετωπίζουν τη διάσωση του πολιτιστικού κληροδοτήματος ως προσωπικό χρέος ή θυσία αν θέλετε, προς όφελος του κοινωνικού συνόλου, είναι όπως ξέρουμε ελάχιστοι! Και τις περισσότερες φορές ανήκουν σε μια οικονομική ελίτ .
Έχουμε λοιπόν μια πολύ αντιφατική στάση απέναντι στα θέματα αυτά. Από τη μια υπάρχει σήμερα ένας λόγος γύρω από την αξία – πραγματική ή φανταστική της παράδοσης, από την άλλη δείχνουμε να θέλουμε να τα ξεφορτωθούμε και όχι να τα σεβαστούμε, τα κατεδαφίζουμε για να αναγείρουμε τα περίφημα νεοπαραδοσιακά!
Στον αντίποδα αυτής της πρακτικής αναπτύχθηκε άλλη μια αντιφατική στάση που θεωρεί την παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τους οικισμούς σαν κάτι μουσειακό, που δεν πρέπει να αλλοιωθεί, μνημειακό ίσως. Είναι μια λόγια, υπερβολική στάση που παρατηρείται στις αποφάσεις των Τοπικών Συμβουλίων. Όπως αντιλαμβανόμαστε η οπτική αυτή, είναι φυσικά αντι-αναπτυξιακή.
Μία από τις μεγάλες παρεξηγήσεις στο θέμα του τι σημαίνει παραδοσιακό, είναι ότι η παράδοση δεν είναι κάτι στατικό, που έγινε μια φορά και τέλειωσε σε αόριστο χρόνο ή έστω παρατατικό. Παράδοση βγαίνει από το «παραδίδω» που ενέχει την έννοια της συνέχειας, της εξέλιξης και φυσικά και της διατήρησης. Αν η παράδοσή μας είναι μέρος της ταυτότητάς μας, απόδειξη της κοσμοθεωρίας και του τρόπου ζωής μας, σημαίνει ότι εμείς είμαστε σε θέση να δημιουργήσουμε «παράδοση» για τις επόμενες γενιές. «Αληθινό είναι ό,τι χθεσινό το παίρνει το σήμερα για να το δώσει στο αύριο. Που όταν το δεχτεί θα έχουμε την πλήρη απόδειξη για την... αληθινή αλήθεια» Α.Κ.

Κίνδυνοι και παγίδες
Τη δεκαετία του ’90, ίσως και λίγο πριν συνδέθηκαν εννοιολογικά και δειλά - δειλά στην πράξη ο λεγόμενος εναλλακτικός τουρισμός και οι ήπιες μορφές τουρισμού με την παράδοση.
Οι ήπιες μορφές τουρισμού ονομάστηκαν σε διάφορα κοινοτικά προγράμματα και πρωτοβουλίες «εργαλείο προστασίας και διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς». Συνδέθηκαν λοιπόν για πρώτη φορά οι έννοιες των τοπικών προϊόντων, γεωργικών, βιοτεχνικών, αλλά και καθαρά πολιτισμικών όπως οι χοροί και οι μουσικές, με την ήπια τουριστική ανάπτυξη. Η πιο δυναμική κίνηση ήταν η διάσωση παραδοσιακών κτιρίων με τη δημιουργία τουριστικών επιχειρήσεων (μέσω των περίφημων επιδοτήσεων ως 45%). Η «τοπική φυσιογνωμία» και η «ταυτότητα» χρησιμοποιήθηκαν για να προσελκύσουν επισκέπτες με τα εξής χαρακτηριστικά : περισσότερα χρήματα, υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο και αποδέσμευση από τους τυπικούς χρόνους της τουριστικής περιόδου. Δηλαδή ακριβώς αντίθετα από τα χαρακτηριστικά του μαζικού τουρισμού. Σε ορισμένες περιπτώσεις όπου ο τουρισμός ήταν η μοναδική αναπτυξιακή διέξοδος, το να συνδεθεί με την ανάδειξη της τοπικής φυσιογνωμίας ήταν σίγουρα ένα πολύ θετικό βήμα. Οι θέσεις εργασίας ήταν περισσότερες και με μεγαλύτερη ποικιλία, υπήρχε πλέον ένα αίσθημα υπερηφάνειας για την ταυτότητα και όχι κατωτερότητας και σίγουρα οι πιέσεις στο χώρο μικρότερες.
Με τον τρόπο αυτόν είναι αλήθεια ότι σώθηκαν κάποια κτίρια και σύνολα, άλλα όμως υποχρεώθηκαν να χωρέσουν και να περιλάβουν με βεβιασμένο τρόπο τις πολυτελείς απαιτήσεις της τουριστικής παγκοσμιοποιημένης αισθητικής.
Ο κίνδυνος που εμφανίστηκε τώρα ήταν η εμπορευματοποίηση της φυσιογνωμίας, που άρχισε πάλι να αλλοιώνει και να ομογενοποιεί τα στυλ, να σκηνογραφεί την παράδοση. Οι καλές και θετικές προσπάθειες είναι και πάλι μεμονωμένες και περιθωριακές. Σήμερα οι τεχνικές εταιρείες κατασκευάζουν εξωτερικά κελύφη παντός «παραδοσιακίζοντος» τύπου και εσωτερικά προσφέρουν έναν πλήρη κατάλογο με στάνταρντς συχνά υπερβολικών και προκλητικών για το γεωγραφικό χώρο απαιτήσεων : γάζες για κουρτίνες, μαξιλάρες, τζάκια και λευκά κεριά, δορυφορική τηλεόραση, spa και μασαζ. Η αποδέσμευση από τα τοπικά υλικά και η ομογενοποίηση του προτύπου ζωής (lifestyle) μεταμορφώνουν το παραδοσιακό περιβάλλον και δημιουργούν μια νέα χαρακτηριστική αναγνωρίσιμη ταυτότητα. Αναγνωρίσιμη στους παγκοσμιοποημένους επισκέπτες που αναζητούν και επιβάλλουν μία ομοιομορφία στις υπηρεσίες του τουρισμού.
Εκεί όμως που έγινε μακελειό – ας μου επιτραπεί η έκφραση- ήταν στη διαχείριση του τοπίου.
Έστω οικισμός με όλα τα χαρακτηριστικά του «παραδοσιακού». Αναγνωρίσιμος αρχιτεκτονικός τύπος, ομογένεια στη διάταξη, τα μεγέθη, τους όγκους και τα υλικά. Για να διατηρηθεί ο χαρακτήρας του πρέπει να μπουν ορισμένοι κανόνες, ένας από αυτούς είναι η οριοθέτηση.
Στους παραδοσιακούς οικισμούς χαρακτηριστικά ήταν τα όρια του κτισμένου χώρου. Τα όρια αυτά συχνά ορίζονταν με διάφορους τελετουργικούς τρόπους για την προστασία και το διαχωρισμού του χώρου των ανθρώπων από την ύπαιθρο – χώρου των ζώων και της φύσης. Τα όρια ήταν συνήθως άϋλα, με την έννοια ότι δεν υπήρχαν τείχη ή κατασκευές παρόμοιες που να τα ορίζουν. Υπήρχαν στα σταυροδρόμια σταυροί ή σημαδεμένα δένδρα ή το πολύ πολύ κανένα προσκυνητάρι – εικονοστάσι. Όσον αφορά τις χρήσεις της γης ήταν πάντα αυστηρά προσδιορισμένες, όσο κι αν πάντα υπήρχαν διενέξεις και διεκδικήσεις των κοινωνικο – οικονομικών ομάδων μεταξύ τους.

Σήμερα δεν υπάρχουν όρια. Αυτό το γεγονός είναι μια θεμελιώδης διαφορά. Η κατασκευή επεκτείνεται αενάως, χωρίς ποτέ να διακόπτεται. Η φύση υποχωρεί διαρκώς. Δένδρα θυσιάζονται, ρέματα κτίζονται, παραλίες καταπατώνται, το χειμέριο κύμα αγνοείται. O άνθρωπος καταλαμβάνει όλο και περισσότερο χώρο από η φύση. Το ανθρώπινο έργο, όσο και «ενταγμένο» να είναι στη φύση χρησιμοποιώντας π.χ. φυσικά υλικά, τοπικές πέτρες και ξύλα, δεν παύει να είναι ανθρώπινο, δηλαδή μη συνεργάσιμο με τη φύση. Τα κτίρια έχουν μεγάλες διάρκειες ζωής και όταν εγκαταλείπονται ποτέ δεν αφομοιώνονται όπως γίνεται με όλα τα πλάσματα της φύσης. Όταν λοιπόν ο άνθρωπος διαρκώς καταπατά χτίζοντας, ας έχουμε επίγνωση ότι αυτό είναι μη αναστρέψιμο. Στην ακραία περίπτωση που θα θέλαμε να αποκαταστήσουμε το περιβάλλον γκρεμίζοντας, να γνωρίζουμε ότι και πάλι θα είχαμε ένα θέμα αποκομιδής και απομάκρυνσης των μπαζών και των άχρηστων υλικών…Οι παραδοσιακοί οικισμοί είχαν ενσωματωμένη μια οικονομία χώρου.
Τα σπίτια είχαν κλίμακα ανθρώπινη. Τι σημαίνει αυτό, ότι οι διαστάσεις τους ήταν υπολογισμένες με βάση το ανθρώπινο σώμα και τα διαθέσιμα υλικά. «Σπίτι όσο χωρείς και γη όσο θωρείς», έλεγαν οι παλιοί. Το μήκος του σπιτιού π.χ. το όριζε το κεντρικό δοκάρι που ήταν ουσιαστικά ένας κέδρος ή ένα κυπαρίσσι με τις ανάλογες διαστάσεις συνήθως 5 το πολύ 7 μ. Οι δρόμοι που χώριζαν τα σπίτια είχαν μέγιστο πλάτος την κοιλιά ενός φορτωμένου ζώου και πάει λέγοντας. Στο εθιμικό άγραφο δίκαιο που διήπε την οικοδόμηση τους περασμένους αιώνες υπήρχαν πάντα έννοιες και κανόνες που κανόνιζαν τις σχέσεις γειτονίας. Το δικαίωμα της θέας και του αέρα, η δουλεία μη υψούν, η αστρέχα στο Πήλιο. Λίγοι κανόνες, συνεκτική κοινωνική ομάδα που λειτουργεί ως σύνολο. Η αντίθεση σήμερα : εξαιρετικά πολλοί κανόνες συχνά αντικρουόμενοι, χαλαροί δεσμοί στην κοινωνική ομάδα και υπερτονισμός των ατομικών –και όχι συλλογικών- συμφερόντων. Ακόμη και οι δημοτικές αρχές συμπεριφέρονται ατομιστικά, όπως για παράδειγμα τα τελευταία χρόνια με το πρόβλημα της απομάκρυνσης των σκουπιδιών.
Σήμερα μας διακατέχει μία βουλιμία χώρου, ένας καταναλωτισμός. Εκατοντάδες τετραγωνικά μέτρα προστίθενται κάθε μέρα χωρίς να είναι ανθρώπινα χρήσιμα. Το κοινό και το κύριο έχουν ξεχαστεί και βασιλεύουν η σπατάλη και η επίδειξη.
Αν λοιπόν αναρωτιόμαστε τι είναι η παράδοση και η παραδοσιακή αρχιτεκτονική, να δούμε αυτά τα στοιχεία που μας παραδίδονται :το μέτρο, η ανθρώπινη κλίμακα και η οικονομία στο χώρο.
Όσο για τα υλικά, βεβαίως και από εκεί μπορούμε να πάρουμε μαθήματα γα τη θερμομόνωση και τη υγρομόνωση με στοιχειώδεις τρόπους εκμεταλλευόμενοι τον προσανατολισμό π.χ. και τα μελετημένα ανοίγματα, αυτά όμως είναι τεχνικά θέματα, δεν χρειάζεται σήμερα να επεκταθούμε.
Ο αντίλογος σ’ αυτό εδώ το σκεπτικό θα μπορούσε να είναι ότι οι σημερινές ανάγκες έχουν διαφοροποιηθεί και η αίσθηση της άνεσης έχει αλλάξει. Έχουν αλλάξει επίσης τα πρότυπα συμβίωσης και οικογενειακής συνύπαρξης, καθώς και οι συμβολισμοί που αφορούν στο είδος και το μέγεθος της κατοικίας. Σεβόμενοι τις σημερινές ανάγκες μας θα μπορούσαμε ωστόσο να δημιουργούμε χώρους πραγματικά χρήσιμους και όχι υπερβολικούς που εντέλει δεν χρειαζόμαστε και σε λίγα χρόνια μένουν κουφάρια επιβαρύνοντας το περιβάλλον. Ίσως χρειάζεται μια συνείδηση του μέτρου ξανά, της οικονομίας με την ευρύτερη έννοια, με την έννοια των νόμων και κανόνων του οίκου μας.

Παραδείγματα επιπτώσεων της δυναμικής του τουρισμού σε παραδοσιακούς οικισμούς

Στα προβλήματα διάσωσης των παραδοσιακών οικισμών εμφανίστηκε όπως ήδη αναφέρθηκε, στη δεκαετία του 1970, η διέξοδος του τουρισμού. Ο ίδιος ο οικισμός ήταν το αξιοθέατο και ακολουθούσαν η προβολή των τοπικών παραδόσεων με τα χειροτεχνήματα και την προβολή της περίφημης ελληνικής φιλοξενίας, ενός ιδεολογήματος μάλλον, παρά ουσιαστικού γνωρίσματος της φυλής μας. Το όραμα ήταν βεβαίως καλών προθέσεων, σωστό. Πέφτει όμως σε μία περίοδο όπου κατ αρχήν δεν υπάρχει πλαίσιο προστασίας των οικισμών και σίγουρα δεν υπάρχει η σωστή δημοσιονομική υποστήριξη για τη μετατροπή των παραδοσιακών οικισμών σε θέρετρα και των σπιτιών σε ξενώνες. Οι οικισμοί, ειδικά οι νησιωτικοί, προσέφεραν ταυτόχρονα ήλιο και θάλασσα κι έτσι συνδέθηκαν με το μαζικό τουρισμό που είχε τις γνωστές συνέπειες λόγω των υπερβολικών πιέσεων και απαιτήσεων για χώρους και υπηρεσίες. Η πολύ δυνατή αναπτυξιακά δεκαετία 1985-1995 μεταμορφώνει τους παραδοσιακούς οικισμούς, στοχεύοντας σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς σε «πληρότητα», «αφίξεις», συνάλλαγμα κλπ. Αρχίζουμε όμως εκεί να παρατηρούμε ότι ο τουρισμός έχει τη δική του δυναμική, Επιβάλλει στρατηγικές και κανόνες που δύσκολα συμβιβάζονται με την «ανθρώπινη κλίμακα» που λέγαμε πριν, την οικονομία, τα όρια. Οι αλλοιώσεις παρατηρούνται σε πολλά επίπεδα. Η ιστορία, τα μνημεία, η παράδοση έγιναν καταναλωτικά προϊόντα. Αντί ο επισκέπτης να απολαμβάνει και να μαθαίνει, να μετέχει και να συμμετέχει, μετατρέπεται σε καταναλωτή με ταχύτατους ρυθμούς και προκατασκευασμένες από την τουριστική βιομηχανία ανάγκες. Εκτός όμως από τις οικονομικές πιέσεις και ραγδαίες μορφολογικές αλλαγές που υφίστανται οι παραδοσιακοί οικισμοί, ανατροπές βιώνουν και οι κοινωνικές ομάδες, ειδικά αυτές των νησιωτικών οικισμών.

Στην παραδοσιακή κοινωνική και οικονομική οργάνωση, οι παραλιακές γαίες ήταν οι λιγότερο αξιοποιήσιμες, οι άγονες, αυτές που κατά κανόνα ανήκαν στα χαμηλότερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα, όπως στη Σκύρο απ όπου αντλώ το παράδειγμα. Εκεί, στην προβιομηχανική οικονομία, αξία είχαν οι βοσκότοποι και τα προσήλια χωράφια της ενδοχώρας. Με την αγροτική έξοδο έως τις παρυφές του ΄60, οι πιο δυναμικοί και εργατικοί των χωριών έφυγαν για τις πόλεις αφήνοντας πίσω, όπως συνήθως, τον λιγότερο δυναμικό και παραγωγικό πληθυσμό. Ένα σύνολο παραγόντων μεταξύ των οποίων πρωταγωνίστησε η τουριστική ανάπτυξη, ανέτρεψαν την κοινωνική ιεραρχία. Ένας από τους πιο εντυπωσιακούς τρόπους ήταν η κατακόρυφη αύξηση της αξίας της παραλιακής γης σε σχέση με τη στασιμότητα αν όχι την απαξίωση της ενδοχώρας, αφού η πρωτογενής παραγωγή ήταν πλέον καταδικασμένη. Παράλληλα αναπτύχθηκε οικονομικά, συνεπώς και ανελίχθηκε κοινωνικά, η φτωχότερη τάξη.
Αντίστοιχα στη Σαντορίνη, κατά το τέλος του 19ου – αρχές εικοστού αιώνα η άρχουσα τάξη κτίζει διόροφα νεοκλασσικίζοντα αρχοντικά με πολλές δυτικές επιρροές, στο στέρεο έδαφος μέσα από το φρύδι του γκρεμού, ενώ οι εισοδηματικά κατώτερες ομάδες, οι κολλήγοι και οι εργάτες γης σκάβουν υπόσκαφα μέσα στο γκρεμό, στην ηφαιστειακή τέφρα, τα οποία προσαρμόζονται άριστα στις κλιματολογικές συνθήκες και έχουν μια υποδειγματική οικονομία χώρου. Την εποχή που κτίζονται τα σπίτια αυτά, η θέα προς την καλντέρα ήταν δευτερεύον κριτήριο. Το Μοντέρνο Κίνημα αναδεικνύει τις αρετές των υπόσκαφων κατοικιών ενώ παράλληλα ο τουρισμός ανατρέπει τα κριτήρια, τοποθετεί τη θέα προς την Καλντέρα πρώτη και ίσως και μοναδική αξία με αντίστοιχες ανατροπές στην αξία της γης. Τα υπόσκαφα γίνονται περιζήτητα, τα αρχοντικά φθίνουν και καταστρέφονται. Θα αξιοποιηθούν τελευταία, αφού πουληθούν – κατά κανόνα- σε επιχειρηματίες του τουρισμού. Οι δυναμικές αυτές ανατροπές στην αξία της γης τόσο στην οικονομία του νησιού, όσο και στο ευρύτερο πλαίσιο, ακολουθούνται, όπως είναι φυσικό από αντίστοιχες κοινωνικές ανακατατάξεις.


Επίλογος
Ο Πολιτισμός είναι μια δυναμική δημιουργία, οφείλει τη μορφή του σε έναν πολυσύνθετο συνδυασμό παραγόντων : την κοσμοθεωρία, τα όνειρα κάθε εποχής, τις φοβίες και τους φόβους, τα πιστεύω, τις μεταφυσικές αγωνίες, τη σκέψη. Οφείλεται στην πράξη του καθενός μας και όλων μας μαζί. Αυτό που παραδίδεται λοιπόν στην πραγματικότητα είναι η δυνατότητα παραγωγής πολιτισμού και ο τρόπος παραγωγής πολιτισμού. Το «πνεύμα του λαού» όπως έλεγαν παλαιότερα. Με άλλα λόγια η ταυτότητά μας. Αυτό είναι που πρέπει να διαφυλάξουμε, αυτό είναι που πρέπει να μελετήσουμε, όπως ακριβώς μελετούμε την Ιστορία. Η ιστορία και πολιτισμός μας υπενθυμίζουν ποιοι είμαστε.
Τα αντικείμενα της παράδοσης από μόνα τους ορισμένες φορές δεν είναι αρκετά ικανά να μεταφέρουν το πνεύμα αυτό. Ένα μακεδονικό σπίτι λόγου χάριν, ξεκομμένο από το περιβάλλον και το λαό που το δημιούργησε, δεν είναι σε θέση να «μεταφέρει» κανένα μήνυμα. Για να μπορέσει να ολοκληρώσει το έργο του ως μέσο μηνύματος, όπως είναι ο ρόλος για κάθε δημιούργημα, θα πρέπει να είναι ζωντανό, να περιβάλλεται από αποδοχή και ενδιαφέρον. Αν λοιπόν μας ενδιαφέρει η κατανόηση των μηνυμάτων του παρελθόντος μας, ο τρόπος είναι η ολοκληρωμένη και όχι αποσπασματική αξιοποίηση των πολιτιστικών κληροδοτημάτων. Κτίρια, ιστορικά σύνολα, μουσική, διάλεκτοι, διηγήσεις, γαστρονομία…. είναι όλα σημαντικά και άξια προσοχής.
Το ερώτημα σε σχέση με τα ζητήματα της πολιτιστικής διαχείρισης πιστεύω ότι είναι : Τι Ελλάδα θέλουμε τα επόμενα χρόνια; Τι κληροδοτούμε; Πως μπορούμε να συνδέσουμε την ανάπτυξη την πρόοδο με τη διατήρηση της ταυτότητάς μας;
  • Όσον αφορά την αρχιτεκτονική και τον τουρισμό η πρόταση είναι όχι στη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού και όχι στο βιασμό των κτιρίων και την παραποίηση τους για τη μετατροπή τους σε τουριστικά καταλύματα. Ο τουρισμός είναι μία παγκοσμιοποιημένη, κατευθυνόμενη βιομηχανία, πολύ δυναμική και απαιτητική. Αν εξαρτηθεί η επιβίωση της παράδοσής μας από αυτόν… αργά ή γρήγορα θα πάψει να υπάρχει! Αλλιώς αντιμετωπίζεται ένα αγαθό στο οποίο αναγνωρίζουμε ιστορική και συναισθηματική αξία, αλλιώς αν πιστεύουμε ότι έχει εμπορική - χρηματική αξία και μόνο.
  • Πλήρης αξιοποίηση του υφιστάμενου αξιόλογου κτιριακού αποθέματος και τέλος κατανόηση και εφαρμογή των αρχών που μας δίνουν οι παραδοσιακοί οικισμοί και κτίρια: Το μέτρο, το όριο, ο ζωτικός χώρος, η οικονομία του χώρου. Μελέτη των μεθόδων, των υλικών και του σχεδιασμού τους..
Ο σκεπτόμενος ευαισθητοποιημένος πολίτης είναι ο ρυθμιστής που θα ζυγίσει την αξία του παρελθόντος και την ανάγκη του σήμερα. Εκείνος που θα απαιτήσει το σεβασμό στην ιστορική μνήμη. Ας είμαστε αποφασιστικοί και σταθεροί απέναντι στις εύκολες λύσεις του κέρδους κι ας προσπαθήσουμε να βλέπουμε μακριά στο μέλλον τις επιπτώσεις των αποφάσεών μας. Και όλοι οι φορείς, ιδιαίτερα η Τοπική Αυτοδιοίκηση ως κοντινότερη στον πολίτη, ας αναλάβουν τις ευθύνες τους.

Βιβλιογραφία
Zarkias C. (1990), "Parenté, habitat et espace au village de Skyros" Etudes et Documents Balkaniques et Méditerranéens, n° 15, Paris 1990, pp. 144-162.
Zarkias C. (1996), "Philoxenia : Receiving tourists - but not guests - in a greek island " in J. Boissevain (ed.) Coping with Tourists, European reactions to Mass Tourism, Berghan Books, Oxford, pp. 143-173.
Zarkias C. (1998), «Name and Inheritance on the Island of Skiros (Greece)». Name and Social Structure Examples From Southeast Europe, ed. Paul H. Stahl, Columbia University Press, New York, pp.179 -192.
Φιλιππίδης Δ. (2010) «Ανώνυμη αρχιτεκτονική στην Ελλάδα ή ο έλληνας ράποπορτ» στο Rapoport A. Ανώνυμη αρχιτεκτονική και πολιτισμικοί παράγοντες, Μέλισσα, σελ. 194-332
1 Σε μία καταγραφή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1977, τα αξιόλογα κτίσματα της νεώτερης περιόδου στον αστικό χώρο της Θεσσαλονίκης ήταν 1.543. Το 1985 η καταγραφή του ΥΠΠΟ/Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων βρέθηκαν σε καθεστώς διατήρησης από απελπιστική ως ανεκτή, γύρω στα 150. Απώλεια 90% σε μία δεκαετία! (Λάββας, Γ, 2010 σελ.229)