20 Ιουλ 2016

Το Σουηδικό Σπίτι στην Καβάλα.





1. ΤΟ ΣΟΥΗΔΙΚΟ ΣΠΙΤΙ


Το ημερολόγιο αυτό είναι αφιερωμένο στο ιστορικό του Σουηδικού Σπιτιού στην Καβάλα.
Εύλογη η ερώτηση που έρχεται στο νου, τι το σημαντικό έχει το κτίριο αυτό ώστε να του αφιερωθεί η χρονιά του 2016;

Το κτίριο αυτό είναι το πρώτο έργο του αρχιτέκτονα Παναγή Μανουηλίδη στην Καβάλα, του αρχιτέκτονα των κυλινδρόμυλων Γεωργή – Νικολετόπουλου, στους οποίους αφιερώθηκε το ημερολόγιο του 2015. Συνεχίζουμε φέτος με την παρουσίαση του ιδιαίτερου και σημαντικού για την ελληνική ιστορία της αρχιτεκτονικής, έργου του.
Δύο ταυτόχρονοι επέτειοι είναι ο δεύτερος λόγος αυτής της έκδοσης : το 2016 το Σπίτι γίνεται 80 χρόνων, καθώς εγκαινιάστηκε το 1936. Τα γενέθλια αυτά συνδυάζονται με μια ακόμη σημαντική επέτειο, αυτή των 40 χρόνων από τη μετάβασή του στη νέα του λειτουργική φάση το 1976, ως ξενώνα συγγραφέων, επιστημόνων και καλλιτεχνών, υποτρόφων της Σουηδίας.

Τα σαράντα πρώτα χρόνια της ζωής του Σπιτιού ξεκίνησαν με προϋποθέσεις ανάπτυξης και ευπορίας του καπνεμπορίου, που είχε ήδη μεταμορφώσει την Καβάλα σε εξαγωγικό κέντρο καπνού. Σύντομα τα χρόνια τα καλά τα διαδέχθηκαν πόλεμος και καταστροφή, με αναταράξεις στην οικονομία. Το Σπίτι πάντα παρέμενε εκεί, ζωντανό και φροντισμένο, να παρακολουθεί από το ύψωμα της Δεξαμενής τις εξελίξεις, αγκαλιασμένο από τον κήπο του, με τη σουηδική σημαία υψωμένη πάντα, ακόμη και όταν η ελληνική δεν μπορούσε να υψωθεί δίπλα της λόγω Βουλγαρικής κατοχής. Το εμπόριο των ανατολικών καπνών άρχισε να φθίνει και να εγκαταλείπεται μετά τον πόλεμο και το Σπίτι έχανε το ρόλο του ως ξενώνας του Μονοπωλίου. Άλλωστε και το Σουηδικό Μονοπώλιο έγινε πλέον Ανώνυμη Εταιρεία, με άλλες προτεραιότητες.
Όμως το Σπίτι είχε τύχη καλή. Παρέμεινε ένα ζεστό, φιλόξενο σπίτι, ένα στολίδι στη γειτονιά του και το όραμα του τελευταίου διευθυντή του μονοπωλίου ήταν να το δει να συνεχίσει να ζει φιλοξενώντας ανθρώπους του πνεύματος και των τεχνών, κάτι που ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1960 για να επισημοποιηθεί με τη δωρεά του στο Σουηδικό Ινστιτούτο των Αθηνών το 1976.

Είναι αυτό όμως που το κάνει άξιο λόγου και διαφορετικό από τα υπόλοιπα “Σπίτια” των μεγάλων καπνεμπορικών εταιρειών στην Καβάλα; Ή έχει κι ένα “μυστικό” που το κάνει μοναδικό και μια ιδιαιτερότητα γοητευτική που σε προκαλεί να αναρωτηθείς και να ασχοληθείς μαζί του;

Στο σύντομο αυτό αφιέρωμα θα προσπαθήσουμε ν' αποκαλύψουμε αυτά τα μυστικά, γνωρίζοντας ωστόσο πως μόνο το βίωμα τέτοιων χώρων αποκαλύπτει την αξία τους.

  1. Άρωμα καπνού στην πόλη


     Mimmi Tollerup, 1998
Η σχέση της Καβάλας με τα καπνά είναι γνωστή και πολυσυζητημένη, άλλωστε τα ίχνη αυτής της δραστηριότητας είναι φανερά και ζωντανά σήμερα ακόμη στον πολεοδομικό ιστό της πόλης.
Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, η Καβάλα αναπτύσσεται ως κέντρο καπνεργασίας και εμπορίου στη Βόρεια Ελλάδα χάρις στην παραγωγική ενδοχώρα και το φυσικό της λιμάνι.

Τα περισσότερα καπνά της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης ως την απελευθέρωση το 1913, είχαν προορισμό κυρίως την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη και εξάγονταν από το Πόρτο Λάγος. Η φήμη της ποιότητας του προϊόντος εξαπλώθηκε σύντομα και στην Καβάλα άρχισαν να εγκαθίστανται μεγάλοι καπνεμπορικοί οίκοι που εξήγαν ανατολικά καπνά στις μεγάλες χώρες της Ευρώπης και των Βαλκανίων, στη Ρωσία, τη Σμύρνη, την Αίγυπτο και την Αμερική. Οι Οίκοι συγκεντρώνουν τα καπνά από τους παραγωγούς, τα επεξεργάζονται στις καπναποθήκες και τα αποστέλλουν στους πελάτες με τους οποίους συνεργάζονται στη Γερμανία, την Αγγλία, τη Γαλλία, την Αυστρία, τη Ρουμανία και τη Ρωσία και αργότερα στην Ιταλία, την Ισπανία κλπ. Βλέποντας το κέρδος και τις δυνατότητες του κλάδου, οι έμποροι επένδυσαν μεγάλα ποσά χτίζοντας καπναποθήκες και γραφεία, ενώ παράλληλα στην πόλη ιδρύθηκαν τράπεζες και προξενεία για τη διευκόλυνση των εμπορικών συναλλαγών.1 Κατά τη συνήθεια της εποχής, που διατηρήθηκε ως τη σύγχρονη εποχή, πρόξενοι διορίζονταν ευκατάστατοι Έλληνες κύρους.
Η άνθηση του κλάδου και οι εξαγωγές των ανατολικών καπνών συνεχίζονται στο γύρισμα του αιώνα με την εγκατάσταση Ελλήνων εμπόρων : 34 καπνεμπορικοί οίκοι από τους 61 που έχουν εγκατασταθεί στην Καβάλα ως το 1910, ανήκουν σε Έλληνες. Οι έμποροι αυτοί εκπροσωπούν με την παρουσία τους στην πόλη τη δυναμική αστική τάξη, ενώ λίγο αργότερα με την άφιξη μεγάλου αριθμού προσφύγων το 1922, δημιουργείται μια μεγάλη εργατική τάξη και το νεοσύστατο συνδικαλιστικό κίνημα αναπτύσσεται. Το λιμάνι υποστηρίζει ικανοποιητικά το εξαγωγικό εμπόριο και μέχρι το 1912 περίπου έχει πολλαπλάσια κίνηση από αυτό της Θεσσαλονίκης. Το 1929 ο Ελευθέριος Βενιζέλος εγκαινιάζει το νέο λιμάνι και η εμπορική κίνηση διευκολύνεται και μεγαλώνει. Παράλληλα εξάγονται βαμβάκι και αλεύρι, καθώς και σε μικρότερες ποσότητες και άλλα προϊόντα της ενδοχώρας.

Όλη αυτή η δραστηριότητα αποτυπώθηκε σε εντυπωσιακά κτίρια : στις χαρακτηριστικές για την Καβάλα καπναποθήκες, στις έδρες των μεγάλων ξένων εταιρειών και τις κατοικίες των διευθυντών τους, αλλά και στις γειτονιές και τα σπίτια των εργατών. Το θαλάσσιο μέτωπο της πόλης διαμορφώνεται από τη σειρά των καπναποθηκών που θυμίζουν ως σήμερα στους Καβαλιώτες τον πυρετό των ημερών της φόρτωσης και της “καπνοπούλησης”.
Εκτός από την χαρακτηριστική βιομηχανική αρχιτεκτονική των καπνομάγαζων, οι δεκάδες καπνεμπορικοί οίκοι του τέλους του 19ου αι., προβάλλουν με ιδιαίτερες αρχιτεκτονικές εκφράσεις στα γραφεία και τις κατοικίες των διευθυντών τους το κύρος και τον πλούτο της εταιρείας που αντιπροσωπεύουν. Για παράδειγμα ο ουγγρικός οίκος Herzog, του βαρόνου Moritz Lipot Herzog, κτίζει το 1891 και το 19002 δύο κτίρια γραφείων. Είναι πυργοειδή μέγαρα με πλούσιο διάκοσμο και πολυτελή υλικά, που αντανακλούν με την αρχιτεκτονική τους την κρατούσα αισθητική αντίληψη της Κεντρικής Ευρώπης εκείνη την εποχή. Χωροθετούνται στον ιστό της πόλης, κοντά στο λιμάνι και τα καπνομάγαζα. Επίσης η καπνεμπορική Morris & Salomon Schinasi, με έδρα τη Νέα Υόρκη κτίζει ένα μέγαρο όψιμου Μπωζ Άρ (1905) και η Commercial Company of Salonica κτίζει τα κομψά γραφεία της κοντά στις ιδιόκτητες καπναποθήκες στο λιμάνι, που όμως έχουν κατεδαφιστεί. Τα σπίτια των διευθυντών των εταιρειών αυτών, του Adolf von Zsolnay Wix της ουγγρικής εταιρείας και το σπίτι του διευθυντή της Commercial Company of Salonica Λάζαρου Μισδραχή ακολουθούν τα πρότυπα της εποχής και ξεχωρίζουν μέσα στην πόλη.
Τελευταίο κτίζεται το Σουηδικό Σπίτι πολύ διαφορετικό από όλα τα προηγούμενα.
Τα ξεχωριστά αυτά κτίρια δεν είναι βέβαια τα μόνα. Μικρές και μεγαλύτερες καπνεμπορικές επιχειρήσεις διαρκώς επενδύουν μεγάλα για την εποχή ποσά σε αποθήκες και γραφεία. Εκτός από τα σωζόμενα τέσσερα κτίρια που αναφέραμε, όλα τα υπόλοιπα έχουν θυσιαστεί στην ανοικοδόμηση.

1Για να φορτώσει πλοίο ξένης σημαίας σε ένα λιμάνι έπρεπε να υπάρχει το αντίστοιχο προξενείο.
2Το σημερινό Δημαρχείο. Για τα κτίρια των καπνεμπορικών εταιρειών βλ. Θεοδωρίδου Λ., Καμπούρη Α, (2007)

 
  1. Το Σουηδικό Μονοπώλιο Καπνού στην Καβάλα και ο Καπνεμπορικός Οίκος C. Petridi &Fils.

Η Σουηδία ξεκινά το ενδιαφέρον της για τα ανατολικά καπνά αμέσως με την ίδρυση του Σουηδικού Μονοπωλίου Καπνού (Svenska Tobaksmonopolet ) το οποίο ιδρύθηκε το 1915 και ο αρχικός σκοπός του ήταν να συγκεντρώσει πόρους για την ενίσχυση της σουηδικής άμυνας και το συνταξιοδοτικό1.

Ο Οίκος του Πετρίδη είχε ξεκινήσει την καπνεμπορική δραστηριότητά του από το 1828 στην Κωνσταντινούπολη με τον Πέτρο Πετρίδη και το 1872 ιδρύθηκε η εταιρεία “C. Petridi” από τον υιό του Κωνσταντίνο. Το 1879 ο Κωνσταντίνος διορίστηκε Διευθυντής της Regie Ottoman den Tabacs, του οθωμανικού μονοπωλίου καπνού. Το 1890 η εταιρεία ίδρυσε ένα πρακτορείο καπνών στη Δρέσδη, το 1914 συμμετείχαν στην Ανώνυμη Μετοχική Εταιρία καπνών και σιγαρέτων Νέστος2 και τέλος εγκαταστάθηκαν στην Καβάλα μετά την απελευθέρωσή της το 1913, αφού πρώτα είχαν εγκατασταθεί στη Γεννησέα το 1875 και την Ξάνθη πριν το 1912.
Ο Οίκος Πετρίδη έκαμε ήδη εμπόριο ανατολικών καπνών με τη Σουηδία πριν το 1929. Μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου Πετρίδη το 1907, την επιχείρηση ανέλαβαν οι γιοί του Μιλτιάδης και Δημητρός Πετρίδης. Ο Μιλτιάδης Πετρίδης διετέλεσε πρόεδρος της Καπνεμπορικής Ομοσπονδίας Ελλάδος το 1927 και 1928 και από το 1929 έως το 1937. Εκτός από τον οίκο Πετρίδη οι Σουηδοί αγόραζαν σε μικρότερες ποσότητες καπνά Αγρινίου από τον Κωνσταντίνο Σουγιουλτζόγλου.
Ο τρόπος συνεργασίας ήταν πολύ αποδοτικός και διαφορετικός από τις μεθόδους των άλλων εταιρειών. Το κεφάλαιο για την αγορά και την επεξεργασία των καπνών το διέθετε εξ ολοκλήρου η Σουηδία με προεμβάσματα προς τον καπνέμπορο, ο οποίος έδινε τραπεζιτικές εγγυήσεις για το κεφάλαιο και το όφελός του ήταν προμήθεια επί των πωλήσεων. Η μέθοδος αυτή μηδένιζε το ρίσκο του καπνεμπόρου και επέτρεπε την προμήθεια καπνών σε καλές τιμές και σε άριστη ποιότητα.
Ο πρώτος Διευθύνων Σύμβουλος από την ίδρυση του Σουηδικού Μονοπωλίου 3 ως το 1929 ήταν ο Oscar Wallenberg και ο δεύτερος ο Gustav Åkerlindh (από το 1929-1939) ο οποίος υπογράφει το 1929 με τον Καπνεμπορικό Οίκο “Κ. Πετρίδη και υιών” (C. Petridis &Fils) ένα συμβόλαιο αόριστης διαρκείας για αποκλειστική διάθεση των καπνών ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης στη Σουηδία. Πολύ γρήγορα η συνεργασία αποδείχθηκε επωφελής και για όλες τις πλευρές και αναδεικνύεται η ανάγκη για μόνιμη έδρα στην Καβάλα καθώς και για κτιριακές εγκαταστάσεις.
Αρχικά αποφασίζεται η οικοδόμηση ενός Σπιτιού για το Μονοπώλιο για να εξυπηρετήσει τη διαμονή του Διευθυντή, των υπαλλήλων και των εμπειρογνωμόνων που έρχονται για την εκτίμηση και τις αγορές και οι οποίοι μένουν στην Καβάλα αρκετούς μήνες. Το Σουηδικό Σπίτι, όπως ονομάστηκε, είναι το τελευταίο που κτίζεται από ξένη εταιρεία, μετά από όλη την άνοδο των εξαγωγών ανατολικών καπνών των προηγούμενων ετών, κάτι που δείχνει ότι το 1934 που εδόθη εντολή, τίποτε δεν μαρτυρούσε την μετέπειτα πτώση και -ουσιαστικά καταστροφή- του καπνικού κλάδου.

Το 1936 το Σουηδικό Μονοπώλιο Καπνού εγκαινιάζει το “Σουηδικό Σπίτι”.
Από ένα έγγραφο του 1964 που υπογράφουν υπάλληλοι του Σουηδικού Μονοπωλίου4, και είναι μια εκτενής αναφορά για τα ακίνητα στην Καβάλα, αναφέρεται ότι το πρώτο συμβόλαιο της αγοράς του οικοπέδου στη Δεξαμενή Καβάλας, στην οδό Αιμιλιανού, επιφανείας 1202 τ.μ. έγινε το Μάιο του 1934.
Ήδη είχε ξεκινήσει η διερεύνηση για τα σχέδια του σπιτιού και το Νοέμβριο του 1935 ο Μίλτος Πετρίδης προσωπικά φρόντισε για την αγορά δύο ακόμη γειτονικών αγροτεμαχίων, συνολικού εμβαδού 630 περίπου τ.μ για λογαριασμό του Μονοπωλίου. Σε αυτά τα δύο τελευταία, δημιουργήθηκε ένα γήπεδο τένις.
Αργότερα, το 1961, αγοράστηκε ακόμη ένα οικόπεδο 300 τμ που διαμορφώθηκε σε μικρό ελαιώνα.
Να σημειώσουμε επίσης ότι το 1938 αγοράστηκαν 2 οικόπεδα στο κέντρο της Καβάλας με σκοπό να δημιουργηθούν εκεί καπναποθήκες, κι ενώ είχαν αρχίσει κάποιες προεργασίες ( εκσκαφές-χωματουργικά) εν τέλει η ιδέα εγκαταλείφθηκε και τα οικόπεδα αγοράστηκαν από τον Ελληνικό Οργανισμό Καπνού το 1954. Όλο το διάστημα της συνεργασίας ο οίκος του Κ. Πετρίδη ενοικίαζε τις καπναποθήκες που χρειάζονταν όπως για παράδειγμα τη σειρά των αποθηκών της Commercial Company of Salonica (1937-38), της καπναποθήκες Τζοάννου στην οδό Φιλελλήνων5 (1954-55), Τακβοριάν στην Ξάνθη, και αργότερα τις αποθήκες Λόγη και άλλες.
1 Ήδη η Σουηδία από το 17ο αιώνα είχε ιδρύσει άλλα τέσσερα μονοπώλια καπνού και αυτό ήταν το πέμπτο στη σειρά.
2Με έδρα τη Θεσσαλονίκη, η οποία πέρασε από αρκετές αλλαγές και συγχωνεύσεις μέχρι να διαλυθεί περί το 1925. Για όλη τη διαδρομή της επιχείρησης βλ. Χεκίμογλου Ευ., (2004), σελ. 524-526 και Ιωαννίδης Ι., (1998), σελ 28, 34
3Ίσως εγκαταστάθηκε στην Καβάλα το 1927 με πρώτο διευθυντή του τον Jean Nicou.
4Αρχείο Σουηδικού Ινστιτούτου Αθηνών, λυτό έγγραφο
5Απο αλληλογραφία Αρχειο ΚΠ


4. Πρώτος κύκλος της ζωής του Σπιτιού


Για τα πρώτα χρόνια της ζωής του Σπιτιού έχουμε λίγες πληροφορίες, καθώς τα τεκμήρια που διαθέτουμε είναι λιγοστά. Φαίνεται πάντως ότι μέχρι την έναρξη του πολέμου τόσο το καπνεμπόριο όσο και ο ρόλος του Σπιτιού ήταν στη χρυσή τους εποχή.

Κατά τη διάρκεια της μαρτυρικής για τους ανθρώπους Βουλγαρικής Κατοχής (1941-44), η Σουηδική σημαία κυματίζει μόνη της στην κορυφή του σπιτιού, χωρίς την ελληνική που ήταν πάντα δίπλα της, ένα σήμα ελπίδας, όπως θυμούνται και συνεχώς αναφέρουν πολλοί Καβαλιώτες : “Οι Σουηδοί δεν έβαλαν ποτέ άλλη σημαία, είχαν επίτηδες κατεβάσει τον δεύτερο ιστό, κι η σουηδική που είναι κι αυτή μπλε με ένα σταυρό, μας θύμιζε την ελληνική και μας έδινε ελπίδα.”
Στον πόλεμο τα καπνά επιτάσσονται, σταματάει το εμπόριο καπνού, το 1943 η δραστηριότητα μεταφέρεται στην Τουρκία, όμως οι Σουηδοί στο πλευρό των Ελλήνων φροντίζουν να πληρώνονται κανονικά οι υπάλληλοι της εταιρείας Πετρίδη1.
Μετά την απελευθέρωση ξεκίνησε πάλι το καπνεμπόριο, χωρίς όμως τις προοπτικές που είχε στο μεσοπόλεμο, για δύο κύριους λόγους : αφενός η ζήτηση για τα ανατολικά καπνά μειωνόταν προς όφελος των καπνών δυτικού τύπου Virginia, αφετέρου η εμπορική κίνηση είχε πλέον στραφεί στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Το Σουηδικό Σπίτι φιλοξενεί από το Μάρτιο του 1945 ως το τέλος του 1946, έναν αξιωματικό της UNRRA τον George Gardener και την οικογένειά του, ως Deputy Regional Director, ο οποίος ήταν από τους πρώτους που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα για την εφαρμογή του προγράμματος, και ο οποίος υπόσχεται να διατηρήσει το Σπίτι ζεστό και καθαρό, μια υπόσχεση που δεν τηρήθηκε όμως κατά πως φαίνεται από την αλληλογραφία που βρέθηκε.
Από την ελληνική πλευρά υπεύθυνος για την περιουσία του Σουηδικού Μονοπωλίου στο Σπίτι, ήταν ένας υπάλληλος του Οίκου Πετρίδη, ο Ναούμ Τσίρλης -Τσιρόπουλος, ο οποίος εγκαθίσταται με την οικογένειά του στο Σπίτι το 1947 με σκοπό τη φροντίδα του, παράλληλα με τις εργασίες του στην Εταιρεία2.
Το συμβόλαιο που είχε σταματήσει με τον πόλεμο ενεργοποιείται ξανά. Ο Κωνσταντίνος Πετρίδης μπαίνει στην εταιρεία το 1952 και το 1953 υπογράφεται νέο συμβόλαιο με το Σουηδικό Μονοπώλιο αορίστου χρόνου. Όμως ήδη από το 1954 οι εξαγώγιμες ποσότητες των ανατολικών καπνών ήταν μικρές, δεν υπήρχε πλέον οικονομικό ενδιαφέρον, και οι Σουηδοί διέκοψαν το συμβόλαιο αόριστης διάρκειας. Πλέον η Εταιρεία ήταν ελεύθερη για άλλες συνεργασίες όπως με την American Tobacco Company, τη SULLANA της Ζυρίχης, τη Γερμανία, τη Γαλλία κλπ. Ακόμη όμως και αυτή την περίοδο οι σχέσεις των Σουηδών με την εταιρεία Πετρίδη ήταν άριστες και στενές, άλλωστε ο Κ. Πετρίδης παρέμενε πρόξενος της Σουηδίας. Λόγω της σχέσης αυτής οι οικογένειες Κ. Πετρίδη και Μιχ. Σουγιουλτζόγλου διέμεναν στο Σουηδικό Σπίτι όποτε οι εργασίες απαιτούσαν την παραμονή στην Καβάλα. Με φροντίδες του Κ. Πετρίδη διαμορφώθηκε ξανά ο κήπος και στολίστηκαν οι χώροι του Σπιτιού με πίνακες.

Οι εμπορικές σχέσεις Σουηδίας και Καβάλας επέβαλλαν την ίδρυση προξενείου και αυτό εγκαταστάθηκε στο Σουηδικό Σπίτι . Πρώτος πρόξενος ήταν ο Αργύρης Σούλτος, που διατηρούσε ναυτιλιακό πρακτορείο, ο Κωνσταντίνος Πετρίδης ανέλαβε πρόξενος Σουηδίας από το 1958 έως το 1970, οπότε ανέλαβε η κ. Μαρίκα Συμεών έως το 1999.
Οι σχέσεις Σουηδίας και Καβάλας δεν εξαντλούνται στο καπνεμπόριο. Για να τιμήσουν τη συνεργασία με την Ελλάδα το Μονοπώλιο αναθέτει το 1947 στον Bo Boskow, έναν Σουηδό γνωστό ζωγράφο, να δημιουργήσει μια τεράστια τοιχογραφία στην κεντρική τραπεζαρία του Σουηδικού Μονοπωλίου στη Στοκχόλμη. Η τοιχογραφία περιέχει σκηνές από τη συλλογή και την επεξεργασία του καπνού στην Καβάλα και το Αγρίνιο.
Εκτός από τη βοήθεια και τη συμπαράσταση που προσέφερε η χώρα κατά τη διάρκεια της κατοχής, οι Καβαλιώτες δεν θα ξεχάσουν τα τεράστια έλατα που κατέφθαναν κάθε χρόνο ως δώρο της Σουηδικής ατμοπλοΐας πριν τα Χριστούγεννα, για να στολίσουν την πόλη.
Το 1956 το Μονοπώλιο κάνει δωρεά 1000 δρχ στην επιτροπή ανεγέρσεως του Ναού Αγίων Αναργύρων που χτίστηκε ακριβώς απέναντι από το Σουηδικό Σπίτι.
Το 1961 το Μονοπώλιο άλλαξε μορφή και έγινε Μετοχική Εταιρεία Καπνών και το 1992 συγχωνεύθηκε με την Εταιρεία Σπίρτων.

1Αρχείο Μ. Παπανικολάου - Κριθαρέλη
2Από την αλληλογραφία Ν. Τσιρόπουλου. Η οικογένεια του Τσιρόπουλου έμεινε στο Σπίτι ως τη δεκαετία του 1970

  1. Δεύτερος κύκλος ζωής για το Σουηδικό Σπίτι
Ήδη από τη δεκαετία του 1960 το Σπίτι ουσιαστικά υπολειτουργούσε και η χρήση του ως κατοικία διευθυντών και υπαλλήλων του Μονοπωλίου ήταν αραιή και πολύ ασύμφορη. Τελευταίος Διευθυντής από το 1957 έως το 1970 ήταν ο Olof Söderström, ο οποίος έκανε τις πρώτες ενέργειες ώστε το Σπίτι να χρησιμοποιείται ως ξενώνας υποτρόφων.
Ήταν η ιδέα που έμελλε να διασώσει το κτίριο και να του δώσει ένα καινούργιο κύκλο ζωής και προορισμού.
Η λύση της αντιπαροχής, που βεβαίως διερευνήθηκε καθώς η γειτονιά της Δεξαμενής αναπτυσσόταν γοργά, ευτυχώς εγκαταλείφθηκε με τη δυναμική παρέμβαση του Olof Söderström. Γλύτωσε και πάλι με ενέργειες του τότε επιμελητή του, του Thomas Thomell. κι από ένα σχέδιο απαλλοτρίωσης και αξιοποίησης του κήπου για πάρκινγκ που προτάθηκε το 1991 από τη Νομαρχία Καβάλας.

Η ιδέα για τη μετατροπή σε ξενώνα άρχισε να υλοποιείται ήδη από το 1964, όμως οριστικοποιήθηκε το 1973, όταν το κτίριο δωρήθηκε στο Σουηδικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο1. Ως το 1976 ολοκληρώθηκε η μεταβίβαση και το 1980 άρχισε με τον Thomas Thomell ως επιμελητή η λειτουργία του ως ξενώνας.
Ξεκίνησα δοκιμαστικά για δύο χρόνια κι έμεινα 27! “ λέει χαρακτηριστικά.
Με φροντίδες του Thomas και τον αρχιτέκτονα της 12ης Εφορείας Βυζαντινών Καβάλας – Θάσου, Αργύρη Μπακιρτζή, το Σπίτι κηρύχθηκε διατηρητέο μαζί με τον κήπο του2

Το Σουηδικό Σπίτι έχει σήμερα στενή συνεργασία με την Ένωση Σουηδών Συγγραφέων, την Ένωση Σκιτσογράφων, και την Ένωση Φωτογράφων, οι οποίες στέλνουν υποτρόφους για παραμονή κάποιες εβδομάδες. Όμως τα τρία τέταρτα των ενοίκων του σπιτιού είναι επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων, μαθηματικοί, χημικοί, βιολόγοι και άλλοι. Όλα αυτά τα σαράντα χρόνια σημαντικές ελληνοσουηδικές συναντήσεις συμβαίνουν στο Σπίτι, όπως αυτή των γλυπτών των οποίων τα έργα στολίζουν τον κήπο και τους χώρους του Σπιτιού και θυμίζουν τις ημέρες της πυρετώδους συνεργασίας. Βραδιές ποίησης, λογοτεχνίας, βραδιές μουσικής, εκθέσεις, σεμινάρια, βραδιές γιορτών φωτίζουν και ζεσταίνουν τους ιστορικούς χώρους.
Η ώσμωση των ανθρώπων αυτών του πνεύματος, τεχνών κι επιστημών, μέσα στους φιλόξενους χώρους του Σπιτιού είναι το μεγαλύτερο κέρδος αυτής της προσπάθειας, μαζί με την ευκαιρία που δίνεται στους ξένους να γνωρίσουν την Καβάλα και τη φύση της και να την εντάξουν στα έργα τους. Τα πονήματα που ολοκληρώθηκαν με τη βοήθεια της ησυχίας του Σπιτιού, συνολικά μέχρι σήμερα 95 τίτλοι , είναι συγκεντρωμένα και εκτίθενται σε μια βιβλιοθήκη στον επάνω όροφο.

Κάθε χρόνο μένουν στο Σπίτι περίπου 180-200 άτομα συνολικά, πολλοί έρχονται ξανά και ξανά, έχουν γνωρίσει και αγαπήσει τον τόπο. Υπάρχει ο Σύλλογος Φίλων Καβάλας που εχει ως σκοπό την παροχή βοήθειας για τη συντήρηση του Σπιτιού. Δημιουργήθηκε το 1983 από ανθρώπους που έμειναν και εργάστηκαν σε αυτό.

Εκτός από τον “Καβαλιώτη Σουηδό” τον Θωμά ή Thomas Thomell, επιμελητές του Σπιτιού ήταν η Carita Schmidt (2007-2012), η Ελένη Γουλτίδου (2012-2014) και από το 2012 η Elisabeth Gullberg Kaidis. Μαζί τους φροντίζουν το σπίτι και τους ενοίκους του ο κηπουρός Βλαδίμηρος, που χτίζει σπιτάκια για πουλιά στα μεγάλα δένδρα του κήπου και η Στέλλα στην οποία μάλιστα έχει αφιερωθεί κι ένα βιβλίο από έναν από τους συγγραφείς που διέμεναν εκεί.
Τα Ινστιτούτα της Μεσογείου της Σουηδίας έχουν και άλλα τέτοια Σπίτια : στην Κωνσταντινούπολη ένα ερευνητικό κέντρο για το Ισλάμ, στην Ιερουσαλήμ ένα ερευνητικό κέντρο θεολογίας, και στη Ρώμη έναν ξενώνα για καλλιτέχνες και λογοτέχνες.

1Έτος ίδρυσης 1881. Σκοπός των Ινστιτούτων των ξένων χωρών που εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα περί τα τέλη του 19ου αι. ήταν οι αρχαιολογικές εργασίες στη χώρα μας.
2ΦΕΚ96Β/21-2-1984




  1. Bauhaus και το Μοντέρνο Κίνημα στην αρχιτεκτονική και το Σουηδικό Σπίτι.
Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο σοκαρισμένη η δυτική κοινωνία από την ανθρώπινη δυστυχία, αναζητά νέους τρόπους έκφρασης. Η σχολή του Bauhaus ιδρύθηκε το 1919 στη Βαϊμάρη από τον αρχιτέκτονα Γουόλτερ Γκρόπιους και το όραμα που πρότεινε ήταν η ένωση εικαστικών τεχνών και αρχιτεκτονικής ώστε να συνδεθούν με την κατασκευή και να προσφέρουν στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων μια ποιότητα στο χώρο που τους περιβάλει. Ως τότε η αρχιτεκτονική κατά κανόνα υπηρετούσε σχεδόν αποκλειστικά τις εκάστοτε προνομιούχες τάξεις, και εκφραζόταν είτε στη μνημειακή κατασκευή των σημαντικών δημόσιων κτιρίων, είτε των κατοικιών των σημαντικών κοινωνικά ανθρώπων.
Για πρώτη φορά με το Bauhaus και το Μοντέρνο Κίνημα, η αρχιτεκτονική θεωρείται μέσο για τη βελτίωση της καθημερινής ζωής όλων των ανθρώπων. Η κοινωνική διάσταση της αρχιτεκτονικής παράλληλα με την έμφαση στις νέες τεχνολογίες και την “αγάπη στη μηχανή” είναι η απόλυτη ρήξη με το παρελθόν, όταν οι τέχνες και η αρχιτεκτονική συχνά με σκηνογραφικό και θεατρικό τρόπο υπογράμμιζαν και συμβόλιζαν την ισχύ και τον πλούτο των προνομιούχων.
Το νέο αξίωμα είναι ότι “η μορφή ακολουθεί τη λειτουργία” σύμφωνα με το παλιότερο απόφθεγμα του L.H. Sullivan, του αρχιτέκτονα των ουρανοξυστών (1896) και πρέπει να είναι ειλικρινής ως προς τα υλικά και τους τρόπους κατασκευής. Η κατοικία, τα γραφεία, τα έπιπλα αποκτούν ανθρώπινη κλίμακα, είναι εργονομικά, δηλαδή απόλυτα λειτουργικά, με καλά και γερά υλικά, απαλλαγμένα από περιττά στολίδια και διακοσμήσεις.
Η πιο ενδιαφέρουσα και επαναστατική πρόταση του Bauhaus και του μοντέρνου κινήματος ήταν ότι οι τέχνες και η αρχιτεκτονική συνδέονται με τις πανανθρώπινες αξίες για πρόοδο, ελευθερίες και ισότητα και μπορούν να μεταμορφώσουν τον κόσμο. Τα μανιφέστα εκείνης της εποχής είναι γεμάτα με διεθνιστικές ιδέες και προτάσεις. Προτάσεις εν πολλοίς ουτοπικές, ωστόσο επικράτησαν για πολλές δεκαετίες, παίρνοντας κατά καιρούς ανάλογα με την εθνικότητα και την άποψη των δημιουργών διαφορετικές μορφές.
Στη χώρα μας οι αρχιτέκτονες του 1920-30, ήταν αφ' ενός απόφοιτοι κεντροευρωπαϊκών σχολών, αλλά και οι πρώτοι απόφοιτοι του Μετσοβείου Πολυτεχνείου. Εμπνέονται από το Bauhaus και τις ιδέες του Le Corbusier1 και τοποθετούν τον κοινωνικό προβληματισμό όλο και πιο δυναμικά στο σχεδιασμό της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας.
Για τους Έλληνες του 1930, το μοντέρνο κίνημα συνδέεται με την επανεκτίμηση της λαϊκής παράδοσης. Τα αυθεντικά υλικά, οι απλές μορφές και η οργάνωση των λαϊκών σπιτιών, του νησιώτικου, του μακεδονικού, του αθηναϊκού, αναδεικνύονται. Παράλληλα με την εθνική ανάγκη για αυτοεκτίμηση, ιδίως μετά το 1922, η λαϊκή τέχνη μπαίνει στο επίκεντρο της προσοχής.

Ο Παναγής Μανουηλίδης2, γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη και απόφοιτος της Beaux Art, ενώ στα πρώτα του έργα εφαρμόζει το ρεύμα της σχολής του μελετώντας κατοικίες εκλεκτικιστικές, κάνει με επιτυχία τη μετάβαση στο μοντέρνο κάτι που λίγοι αρχιτέκτονες της γενιάς του το πετυχαίνουν. Βέβαια, όντας αυθεντικός κοσμοπολίτης παραμένει ευρωκεντρικός και δεν μπαίνει στο πνεύμα της λαϊκής παράδοσης των νεώτερων αρχιτεκτόνων που είναι ήδη ενθουσιώδεις με τα μανιφέστα του Bauhaus.

Το 1934 σχεδιάζει για πρώτη φορά σε στυλ Bauhaus μία κατοικία, ενώ έχει ήδη πειραματιστεί με πολυκατοικίες στην Αθήνα. Ένας Σουηδός αρχιτέκτονας ο Emil Lindqrisk, έχει ήδη εκπονήσει μία προμελέτη, αλλά τελικά η μελέτη και η επίβλεψη ανατίθεται στον Μανουηλίδη. Το Σουηδικό Σπίτι χτίζεται αμέσως με άριστα υλικά και με φροντίδα στην κάθε λεπτομέρεια.
Παράλληλα, ο ίδιος ο Μανουηλίδης κατά την επίβλεψη προβαίνει σε διορθώσεις. Σύμφωνα με το σχέδιο η κάτω στάθμη, που λόγω υψομετρικής διαφοράς είναι υπόγεια από την κύρια όψη, είναι τυφλή και επενδεδυμένη με πέτρινο τοίχο3. Όταν όμως κτίστηκε αποφασίστηκε αμέσως να αλλάξει σε βεράντα με στρογγυλές κολώνες που εξασφαλίζουν άλλον έναν ημιυπαίθριο χώρο με θέα προς τη θάλασσα και τον κήπο.
Κάτοψις ορόφου , Αρχείο Π. Μανουηλίδη, Α.Ν.Α. Μ. Μπενάκη

  1. Κάτοψις ισογείου, Αρχείο Π. Μανουηλίδη, Α.Ν.Α. Μ. Μπενάκη


Το Σπίτι του Σουηδικού Μονοπωλίου εισάγει διάφορες καινοτομίες.
Πρώτα πρώτα, χτίζεται σε ένα ύψωμα μακριά από το λιμάνι και τον ιστό της πόλης, σε αντίθεση με τα κτίρια των άλλων εταιρειών που “φυτεύονται” και ξεχωρίζουν ανάμεσα στις λαϊκές κατοικίες με την ευρωπαϊκή τους αρχιτεκτονική, ξένη προς τις τοπικές μορφές.
Το κτίριο είναι κρατικό και απευθύνεται σε υπαλλήλους, είναι λιτό και λειτουργικό και χτίζεται με σχέδια και επίβλεψη Έλληνα αρχιτέκτονα, σε αντίθεση με τα κτίρια των άλλων καπνεμπορικών Οίκων που έχουν κτιστεί εξ ολοκλήρου από ξένους μηχανικούς. Εργολάβοι είναι οι Καβαλιώτες Μάρκος Σαμούχος και Βίκτωρ Ρουδομέτωφ.
Στο πνεύμα του μοντέρνου κινήματος, σχεδιάζονται ο εξοπλισμός και τα έπιπλα του Σπιτιού από έναν καταξιωμένο σχεδιαστή τον Axel Einar Hjort ( 1888-1959) ο οποίος διετέλεσε επικεφαλής αρχιτέκτων στη Nordiska Kompaniet.
Οι φροντίδες για το κήπο είναι εξίσου συστηματικές. Εκτός από την αγορά πλαϊνών οικοπέδων ώστε να διασφαλιστεί η θέα προς τη θάλασσα, κάτι που βέβαια προσωρινά εξασφαλίστηκε καθώς στα επόμενα χρόνια η ανοικοδόμηση και οι όροι δόμησης επιδεικτικά αδιαφόρησαν για τις ποιότητες του χώρου, οι Σουηδοί ήθελαν ένα κήπο όμορφο, χρηστικό και προσαρμοσμένο στο τοπίο. Όπως κάθε λεπτομέρεια του Σπιτιού ήταν μελετημένη από εμπνευσμένους σχεδιαστές, έτσι και η διαμόρφωση του κήπου ανατέθηκε σε αρχιτέκτονα τοπίου. Η κήρυξη του Σπιτιού ως διατηρητέου αναφέρει “έναν Έλληνα αρχιτέκτονα τοπίου από τη Σουηδία το 1955”, αυτό όμως που έχει βρεθεί ως τεκμήριο είναι η ανάθεση της διαμόρφωσης του κήπου στον Σπύρο Τσαούση, με φροντίδες του Κων. Πετρίδη, όπως προκύπτει από αλληλογραφία του 1969.
Ο Σπύρος Τσαούσης ήταν ένας γνωστός και καταξιωμένος αρχιτέκτονας τοπίου, απόφοιτος Αρχιτεκτονικής του Μετσοβείου και του Cornell University. Είχε διαμορφώσει τον υπέροχο κήπο του Δελφικού τοπίου με μεσογειακά δένδρα κατά τη δεκαετία του 1950.
Σε πολλές επιστολές το Σουηδικό Μονοπώλιο και αργότερα η Μετοχική Εταιρεία Καπνών εμμένουν στη διατήρηση και φροντίδα του κήπου, όπως άλλωστε και όλων των πραγμάτων του σπιτιού, με πλήρη επίγνωση της αξίας τους.

Η αρχιτεκτονική σύνθεση βάζει ένα “ερώτημα”, του οποίου η απάντηση βρίσκεται στο βίωμα των χώρων που προτείνει. Στο Σουηδικό Σπίτι η ιδέα είναι η αρμονική, δημοκρατική θα λέγαμε συμβίωση των ενοίκων, η λειτουργική συνύπαρξη του έξω με το μέσα, η απλότητα στη σύνθεση των χώρων ώστε να είναι ευχάριστοι και όχι καταπιεστικοί. Οι κομψές και λειτουργικές λεπτομέρειες και τα εξαιρετικά φυσικά υλικά, συμπληρώνουν το γοητευτικό σύνολο.
1Ένας από τους λόγους που επηρεάστηκαν τόσο ήταν η οργάνωση του διεθνούς συνεδρίου για τη Μοντέρνα αρχιτεκτονική (C.I.A.M.) το 1933 στην Αθήνα
2Για τη Βιογραφία του Παναγή Μανουηλίδη, Βλ Ημερολόγιο 2014
3Φωτογραφία στο αρχείο Ν. Χριστοφίδου


 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bjork Chr., Ekstrom Th., Ericson O., Axel Einar Hjorth, mobelarkitekt, Stockholm, Bokforlaget Signum, 2009.
Kenneth Frampton, Modern Architecture: A Critical History (World of Art), Thames & Hudson, 1992, σελ 123
Theodoridou-Sotiriou Lila, Moustaka-Kampouri Athena, The tobacco firms and their administration offices in Cavalla during the first half of the 20th c.: The dissemination of the Austro-Hungarian and Swedish architectural style, Tobacco Roads: Vienna to Kavala. Technology Transfer in the Early Twentieth Century Municipality of Kavala, Tobacco Museum 5-7 July 2013.
Thomas Thomell, Foreningen Svenska Atheninstitutets, Hellenika 88, 1999.
Ιωαννίδης Ι., Το καπνικό στην Καβάλα, Δήμος Καβάλας, Εκδ Ιστορικού Αρχείου,1998
Φλεβάρης Σπ., Ρετεντζή Μ., Καπνός, 101 σημειώσεις για τα ανατολοκά καπνά, Μ. Μπενάκη, 2014
Χεκίμογλου Ευ., Ιστορία της επιχειρηματικότητας στη Θεσσαλονίκη, Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος, 2004 

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ


ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ



Ευχαριστίες οφείλονται περισσότερο από όλους στον κ. Κωνσταντίνο Πετρίδη που με μεγάλη υπομονή με ξενάγησε στο προσωπικό του αρχείο και στο αρχείο της επιχείρησης που δώρησε στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη.
Στην Ελένη Γουλτίδου από το Σουηδικό Ινστιτούτο Αθηνών, πρώην επιμελήτρια του Σουηδικού Σπιτιού.
Στον Thomas Thomell τον επί 27 χρόνια επιμελητή του Σουηδικού Σπιτιού.
Στην Elisabeth Gullberg Kaidis, τη σημερινή επιμελήτρια, που με την άδειά της φιλοξενήθηκα στο Σουηδικό Σπίτι.
Στη Μάγκυ Κριθαρέλη για τις πληροφορίες και το υλικό που μου παραχώρησε.
Στη Νίκη Χριστοφίδη, την κόρη του Ναούμ Τσιρόπουλου,
και τον Αργύρη Μπακιτρτζή
Και τέλος στα Αρχεία Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη για την παραχώρηση των σχεδίων του Παναγή Μανουηλίδη.

ΠΗΓΕΣ
Αρχείο Κωνσταντίνου Πετρίδη, ΚΠ
Αρχείο Σουηδικού Σπιτιού, ΣΣ
Αρχείο Σουηδικού Ινστιτούτου Αθηνών, ΣΙΑ
Αρχεία Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής Μουσείου Μπενάκη. ΑΝΑ Μ. Μπενάκη

ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΚΕΙΜΕΝΑ :
Κορνηλία Ζαρκιά, Αρχιτέκτων, Δρ. Κοινωνικός Ανθρωπολόγος και Εθνολόγος

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ :
Κορνηλία Ζαρκιά, Αρχείο Κωνσταντίνου Πετρίδη, Αρχείο Σουηδικού Σπιτιού, Αρχεία Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής Μουσείου Μπενάκη.

 


3 Ιαν 2015

ΜΥΛΟΙ ΓΕΩΡΓΗ - ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΒΑΛΑ


Η μικρή ιστορία των αλευρόμυλων Γεωργή-Νικολετόπουλου στην Καβάλα. Η ιστορία του κτιρίου που κτίστηκε το 1936 και κατεδαφίστηκε με δυναμίτη το 2005, αλλά και της δυναμικής αυτής επιχείρησης που έδωσε δουλειά και ελπίδα στους Καβαλιώτες. Τα σχέδια του αρχιτέκτονα Παναγή Μανουηλίδη που βρέθηκαν στα Αρχεία Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη, και το ιστορικό που στοιχειοθετήθηκε από το Ιστορικό Αρχείο της Εθνικής Τράπεζας και τις προσωπικές μαρτυρίες των απογόνων των πρωτοποριακών βιομηχάνων ήταν οι πηγές της μονογραφίας αυτής, που εκδόθηκε από την εφημερίδα ΕΒΔΟΜΗ της Καβάλας, ως το ημερολόγιο του 2015.

7 Σεπ 2014

Εφημεροι “πολιτισμοί”, κουλτούρα δίχως ίχνη



Μου αρέσει η μυρωδιά της σκόνης των βιβλίων. Δεν είμαι η μόνη. Το έχουν πεί, κινηματογραφήσει, απαγγείλει, στοχαστεί πολλοί πριν από μένα.
Μου αρέσει η μυρωδιά της ξεραμένης μελάνης στο διαφανές χαρτί των σχεδίων. Μου φέρνει στο νού τις στεγνές από λεπτομέρειες μνήμες, που όλο και ομορφαίνουν, αφού δεν υπάρχει η λεπτομέρεια να αμφισβητήσει τη σημασία τους.
Μου αρέσει το χριτς χρατς στα βινύλια, ακόμη κι όταν ραγίζει το καταπληκτικό βιμπράτο της φωνής του καλλιτέχνη.

Αυτά σκεφτόμουν σκαλίζοντας για άλλη μια φορά, παλιά σχέδια άλλων αρχιτεκτόνων, ταξινομώντας όψεις, κατόψεις και τομές κτιρίων που κτίστηκαν και ύστερα κατεδαφίστηκαν για να κτιστούν κι άλλα μετά*.

Και σκεφτόμουν πάλι, τα σχέδια αυτά, χρησιμεύουν πια σε κανέναν; Ισως ποτέ αφού τα σχεδιασμένα με προσοχή κτίρια κατεδαφίστηκαν, δεν θα χρειαστούν πια επισκευές, δεν θα χρειαστει να συμβουλευτεί καποιος μηχανικός τα στατικά, για να κάνει τις ζητούμενες διαρρυθμίσεις.
Η αρχιτεκτονική είναι πολύ ανθεκτική στο χρόνο τέχνη. Και πολύ ακριβή, φυσικά. Και αναδεικνύει τις ντίβες της, όπως σε όλες τις τέχνες.
Ένα κομμάτι της αρχιτεκτονικής, που όλοι οι παλαιότεροι αρχιτέκτονες έχουμε αγγίξει, ακόμη κι αυτοί που δεν ευτύχησαν ούτε σε ένα λεπτό δημοσιότητας μέσω του έργου τους, είναι το σχέδιο. Το γραμμικό σχεδιο είναι τέχνη. Το σκαρίφημα πρώτα, με μολύβι, το πρώτο μολύβωμα, το δεύτερο. Οι διορθώσεις . Και το μελάνωμα. Με κόλπα, με “μπαλαμούτι”, με “παπάρες”. Ναι αυτή ήταν η jargon μας.
Βλέπω τόνους σχεδίων, μοναδικών, σε διαφανή ρολά, σε ρολά ριζόχαρτου, με μολύβι, και πολύ πολύ αργότερα με μελάνι. Μετά το 1970. Βλέπω φωτοτυπίες, που έχουν παραχθεί αργότερα. Υγρές, ξηρές, αμμωνίας. Και η κάθε φωτοτυπία προσεκτικά φυλαγμένη να μην πάρει φως, καθως περιέχει σημειώσεις του μηχανικού, το τηλέφωνο του πελάτη ή ακόμη και την απόδειξη οτι πληρώθηκε ο μαραγκός.

Τελευταία ταξινομώ τέτοια σχέδια πιο μηχανικά, πιο γρήγορα, χωρίς να στέκομαι ιδιαίτερα να θαυμάσω την επιχρωματισμένη φωτοτυπία ή την απίστευτη λεπτομέρεια κιγκλιδώματος σε κλίμακα 1:1. Μ' έχει πιάσει μια θλίψη και μια ζήλεια μαζί και θέλω να τελειώνω μαζί τους, σα να μου φταίνε.
Σα να μου θυμίζουν τη ματαιότητα της δικής μου κουλτούρας.

Θ. Βαλεντής, Αεροδρόμιο Μικρα, Αρχεία Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής Μουσείο Μπενάκη


Η τεχνολογική επανάσταση που ζούμε, δεν θα αφήσει ίχνη. Αυτό το κείμενο τωρα που γράφω και που εσεις θα διαβάσετε, δεν θα υπάρχει, δεν υπάρχει πουθενά. Αν το τυπώσω – με αμφίβολης σταθερότητας μελάνια- μπορεί να μείνει στο συρτάρι μου. Αλλά μαλλον όχι, θα κάνω οικονομία στο χαρτί, όπως είναι η οδηγία για κάθε σκεπτόμενο πολίτη. Από την άλλη, το κείμενο αυτό μπορεί να έχει τη δυνατότητα να διαβαστεί από παραπάνω από έναν, ενω μια επιστολή, δεν θα είχε αυτη την τύχη, έχοντας αναγκαστικά μονο έναν παραλήπτη- αν εξαιρέσουμε τις καλτ επιστολές πυραμίδες που αν δεν τις στείλεις έντεκα φορες , έντεκα κακα θα σε βρουν κλπ κλπ.
Διαβάζουμε λοιπόν κειμενα και σχόλια που ΔΕΝ υπάρχουν. Και δεν θα υπάρξουν πουθενά ξανα.

Ετσι και τα σχέδια. Τα υπέροχα, φωτεινά, λεπτομερέστατα σχέδια του R14, τα ακόμη πιο λαμπρά των υπόλοιπων σχεδιαστικών προγραμμάτων της δεκαετίας του '90, κοιμούνται για πάντα σε επτασφράγιστες δισκέτες, που κανένας σημερινός υπολογιστής δεν μπορεί να ανοίξει. Όλοι έχουμε στα συρτάρια μας κάτι τέτοιο και το κοιτάμε με αμηχανία, χωρίς να μπορούμε να αποφασίσουμε να το πετάξουμε, ενω στην πραγματικότητα είναι ήδη νεκρό. “Για φαντάσου!” σκεφτόμουν, να μην υπήρχαν στα μάτια μας μπροστά τα σχέδια του Μιχαηλ Άγγελου. Πώς θα είχαμε μουσεία; πως θα κάναμε εκθέσεις;
Η εποχή μας δεν θα αφήσει τίποτε που να μπορει να μπει σε μουσείο, τίποτε που να μπορεί να εκτεθει φοβάμαι.
Όλοι στα σπίτια μας έχουμε ενα άλμπουμ, ή ένα κουτί παπουτσιών γεμάτο φωτογραφίες, κάρτες, επιστολές, ραβασάκια. Από τη δική μας εφηβική ηλικία, από τον πατέρα μας, τη θεία, κάποιον πρόγονο που κληρονομήσαμε.
Η παιδική ηλικία του παιδιού μου βρίσκεται σε δισκέτες. Λίγα χρόνια πριν προνόησα και μετέγραψα τα παλαιά αρχεία σε νεώτερη μορφη. Ήταν επίπονο. Χρονοβόρο. Δεν ξέρω αν θα έχω το κουράγιο να το ξανακάνω, όταν πια οι σημερινές εφαρμογές αχρηστευτούν.
Δεν γράφουμε κάρτες, ούτε σημειώματα, ούτε ραβασάκια. Παράγουμε πολύ περισσότερα από πριν, τα μοιραζόμαστε με πολλούς περισσότερους από πριν. Αλλά δεν θα μείνει κανένα ίχνος.


Μάλλον δε χρειάζεται να ανησυχω, υποθέτω, γιατι έτσι κι αλλιώς όλα αυτά ήταν ένα βάρος!

*στο πλαίσιο της εθελοντικής εργασίας μου στα Αρχεία Νεοελληνικής Αρχικτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη

7 Αυγ 2014

ΣΕ ΣΥΝΑΝΤΗΣΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΖ

Ένας απογευματινός περίπατος, από αυτούς που χρειάζεσαι για να πετάξει το μυαλό τα σκουπίδια του, κατέληξε να λοξοδρομεί και αντί να καθαρίσει εσωτερικά, να απασχολεί τη σκέψη με σκουπίδια εξωτερικά.
Δεν μπορει να γίνει αλλιως καμμια φορα...
Ο περίπατος αποφάσισα να γίνει σε μια περιοχή που ειχα πολλά χρόνια να επισκεφτω, μια βόλτα που δεν την έκανα συχνά, έτσι κι αλλιώς, γιατι πριν πολλά χρόνια όταν ήμουν παιδί και εξερευνούσα με την παρέα μου τα πέριξ, κάποιοι συνταγματάρχες είχαν περιφράξει το γιαλό μέχρι βαθειά στη θάλασσα κι έτσι η δική μου γειτονιά και παρέα αποκλείστηκε από τη γειτονιά και παρέα της Αγιας Τριάδας. Ανήκαμε πάντα διοικητικά στην Αγία Τριάδα. Εξ αιτίας όμως της περίφραξης αυτής, που διαίρεσε το τοπικό μας “οικοσύστημα” όλες οι δραστηριότητες και εξυπηρετήσεις μεταφέρθηκαν στο Μπαχτσέ. (Και όχι Μπαξέ). Οι βόλτες με τα ποδήλατα εκεί, τα λουκάνικα τα καλαμπόκια, τα τυροπιτάκια (του Γωνιωτάκη...μμμ) και λίγο αργότερα οι παρέες, τα φλέρτ -που ήταν πιο νόστιμα γιατί ήταν ...μακρινά!
Η Πλάζ της Αγίας Τριάδας λοιπόν ήταν ένα μέρος εξωτικό. Για να την επισκεφτεις έπρεπε – ενω ήταν ένα εικοσάλεπτο με τα πόδια ή πέντε λεπτά με το ποδήλατο – να πάρεις συγκοινωνία, η οποία μάλιστα τότε ήταν αραιή και ακριβή. Το να ανέβουμε με το ποδήλατο στη δημοσιά ήταν αποκοτιά. Όχι ότι δεν το κάναμε βέβαια... Αλλά δεν ήταν και συχνό. Άσε που πλήρωνες και εισητήριο για να απολαύσεις τις λιγοστές σε σχέση με τις σημερινές πλαζ/υπερπαραγωγές, παροχες των εγκαταστάσεων.
Ήταν κομψη και χαριτωμένη. Μοντέρνα, αεράτη και κοσμοπολίτισσα. Το καραβάκι έπιανε στη σκάλα ακριβως μπροστά στην υπέροχα σχεδιασμένη είσοδο, μιά είσοδο αγκαλιά, σοφά τοποθετημένη λοξά ως προς την ακτή.
Μέσα γρασίδι και δέντρα παντού, θάμνοι και φυτά σίξτις. Μα ακόμη και η κηποτεχνική ακολουθούσε μόδα σίξτις! Σε σημειο να αναρωτιέσαι αν αυτά τα φυτά φύτρωναν μόνο εκεινες τις δεκαετίες ειδικά...
Τα αποδυτήρια, τα ντους που τα λέγαμε νντούζ, με νι πριν το ντι παρακαλω, και η διαρκής μουσική, Πλέσσας, Τζένη Βάνου, Μοσχολιού. Όποιος ήθελε λαϊκά και Καζαντζίδη να πήγαινε αλλού! Στα ταβερνάκια γύρω γύρω με τραπέζια ανάμεσα στις βάρκες, εκεί άκουγες Καζαντζιδη και Τσιτσάνη, τρώγοντας αγουροντομάτα τίγκα στο λαδόξυδο. Ακόμη έχω τη γεύση αυτης της μουσικής. Και λουκουμάδες με ζάχαρη στο χαρτί.
Αλλά η κοσμοπολίτισσα πλαζ, ήθελε άλλους ήχους, και άλλες εμφανίσεις. Μαγιώ λουλουδάτα, σκουφάκι απαραιτητως οι κυρίες, πέδιλα με φελλό. Και τα βράδια βερμούτ και μπιτς πάρτυ.
Και φλερτ και μυστικά ραντεβού. Ψέματα, κολακείες, αγωνίες και απογοητεύσεις πίσω από τα αποδυτήρια, καρδιοχτύπι και λαγνεία μαζί στο γρασιδι.
Κι εμείς παιδιά, ο νούς μας ποιος θα κάνει την πιο ριψοκίνδυνη βουτιά από τη σκάλα, τα βλέπαμε, τα ακούγαμε στα γελάκια και τα κωδικοποιημένα λόγια των μεγάλων και γραφόντουσαν κάπου βαθιά στο μυαλό για να τα μηρυκασουμε αργότερα, όταν θα είχαμε τα λίγα κλειδιά του ερωτικού κώδικα στα χέρια.
Αυτά σκεφτόμουνα και μύριζα στον υγρό αέρα που έφερνε το μπουρίνι, περπατώντας στη μισοανοιγμένη πια παραλία, κι όσο πλησίαζα μου έρχονταν κι άλλες μνήμες, πιο προσωπικές.

Την είδα. Εγκαταλειμένη, ξεφτισμένη, θλιβερή. Δάσος οι πικροδάφνες. Όλα σκουριασμένα και ρημαγμένα. Είδα τη σκάλα, την είσοδο, τα αποδυτήρια και το πανώ του ΣΥΡΙΖΑ. Όχι στο ξεπούλημα ή κάτι τέτοιο. Και άκουγα τα λόγια μιας φίλης που πήγε κι εκείνη να διαμαρτυρηθει για την πώληση του κάμπιγκ και της πλάζ.
Δεν έχω καταλάβει αν αυτοί που λένε όχι στην πώληση το λένε γιατι ζουν σε ένα όνειρο όπου όλα θα είναι σωστά, έντιμα και αξιοκρατικά, ή γιατι έχουν συμφέρον. Ο,τι συμφερον. Πολιτικό – να μη γίνει τίποτε, να καταρρεύσουν όλα για να τα κάνουμε αλλιώς άλλοτε εμεις- ή οικονομικό ή άλλο.
Να μην πουληθεί; Να δοθει στο Δήμο; Μα πρώτον ο Δημος έχει κι άλλο κάμπιγκ, δικό του, στην ίδια τραγική κατάσταση με την πλάζ, σε ωραιότατη θέση επίσης, και αδυνατει να το χρησιμοποιήσει. Ετσι κι αλλιως δεν το θέλει. Και ΔΕΝ είναι ακριβως δημόσιο έτσι κι αλλιως ! Η Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα είναι Α.Ε. Και έχει φανει ότι αδυνατεί να διαχειριστει τα καταπλητικά ιστορικά ακίνητα της. Τι να κάνει λοιπον ; Να ρημάξουν; Και οι Δήμοι που έχουν τεράστια αξιόλογη περιουσία αδυνατουν να την αξιοποιήσουν. Για όλους τους λόγους που ξέρουμε.


Επειδή όμως η ζωή ειναι μικρή, ακόμα και των κτιρίων τηρουμένων των αναλογιών, προτιμώ χίλιες φορες να δω το κάμπιγκ της Αγίας Τριάδας να συνέρχεται, να ανασταίνεται, από όποιον νομίζει ότι μπορεί να το κάνει επενδύοντας, παρά να περιμένω να αλλάξουν όλα ωστε να μείνουν όλα όπως ήταν. Όλοι έχουμε κέρδος από αυτό.

21 Απρ 2014

ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ

Μου άρεσε πάντα να κάνω παρέα με μεγαλύτερους. Ένιωθα μια συναισθηματική ασφάλεια, όσο παραπλανητικό κι αν ακούγεται αυτό.
Νεαρή γυναίκα όταν ήμουν, κολακευόμουν αφάνταστα με το φλέρτ ενός "μεγάλου". Κάποια εποχή της ζωής μου το επιδίωκα με μανία. Η πατρική μορφή που μου έλειψε, θα λένε οι Ψι. Ίσως. Το μόνο που είχε σημασία τότε, ήταν η διαφορά δυναμικού λόγω διαφοράς ηλικίας, που έκανε το παιχνίδι ενδιαφέρον.
Δεν ήταν παιχνίδι πατέρα κόρης, ίσως όχι μόνο,  άλλωστε οι "μεγάλοι" που συναναστρεφόμουν ήταν αρκετά φρέσκιοι, παιδιά στην ψυχή, αυθόρμητοι και τολμηροί, ως και απερίσκεπτοι, δεν μπορούσα αλλιώς.
Αυτό που με ένιαζε ήταν η ασυμμετρία στην εμπειρία. Ο χρόνος. Ο περισσότερος χρόνος που είχαν πάνω στη γη. Ο χρόνος ο πρίν από μένα.
Αργότερα, μέσω της ανθρωπολογίας, έμαθα να παίρνω συνεντεύξεις από τους "παλιούς". Τότε, το ενδιαφέρον για την προσωπικότητα που μπορούσε να μου μεταδώσει με λόγια, με τραγούδι, με στάση ζωής, το χρόνο που πρίν από μένα έζησε, είχε γίνει εμμονή. Οι "παλιοί" είχαν γίνει κομμάτι της καθημερινότητάς μου. Πήγαινα στα καφενεία, στις εκκλησίες, στα νεκροταφεία, όπου μπορούσα να τους γνωρίσω, όπου μπορούσα να απολαύσω ένα κομμάτι του φυλαγμένου χρόνου τους. Κι εκείνοι, όταν καταλάβαιναν -και όποιοι καταλάβαιναν, δεν είχαν όλοι ανάγκη για μοιρασιά, ούτε εκτιμούσαν όλοι αυτό που μπορούσαν να προσφέρουν- όταν καταλάβαιναν λοιπόν ότι θα είχαν ένα πρόθυμο αυτί, δίναν όλο το χρόνο  τους, που πια είχαν άφθονο, στο να διηγηθούν, να μεταφέρουν, να παραδώσουν το πριν στο δικό μου μέλλον.
Η διήγηση της ζωής, είναι ένας συμπυκνωμένος χρόνος, ένα ψηφίο του ολογράμματος του χρόνου, που έχει όλη την πληροφορία του συνόλου.
Αλλά αυτά τα ξέρουν οι ιστορικοί, κι εγω ιστορικός δεν είμαι.

Τελευταία τα γεννέθλια έρχονται όλο και πιο συχνά. Άλλη μια ιδιοτροπία του χρόνου, που όσο συγκεντρώνεται στη ζωή μας, τόσο η μέρα υποδιπλασιάζεται και φαίνεται μικρότερη.
Κάθε φορά που έρχονται λοιπόν σκέφτομαι : Πάλι; Πότε πέρασε ένας χρόνος!
Όπως όλοι μας. Δεν θέλουμε να περνά ο χρόνος τόσο γρήγορα, μας υπενθυμίζει τη φθορά και το αναπόφευυκτο τέλος.
Κι ύστερα έχω τους γύρω να θλίβονται που νιωθουν "μεγάλοι". Ηλικιακά μεγάλοι. Και η ηλικία να γίνεται κριτήριο επικοινωνίας, να μπαίνει μπροστά και πριν από άλλα ουσιωδέστερα, στις ανθρώπινες σχέσεις. Κουνάν το κεφάλι μοιρολατρικά οι όμορφες γυναίκες, παραχωρώντας την ερωτική διεκδίκηση σε νεότερες. Κι οι άνδρες γκριζομάλληδες λυσσάν να αποδείξουν το ερωτικό τους σφρίγος (παντα ορισμένοι κατι θέλουν να αποδείξουν, αντί κατι να θέλουν να απολαύσουν. Τι διαστροφή!).

Κι εγω σκέφτομαι οτι ζούμε όλοι τώρα, σε μια μικρή στιγμή της ιστορίας. Μοιραζόμαστε τα ίδια γεγονότα, τις ίδιες νοοτροπίες και πολιτισμό. Ακούμε ταυτόχρονα μια συναυλία, θαυμάζουμε μαζί μια καινούργια ανακάλυψη. Κοιταζόμαστε κάτω από τον ίδιο ουρανό και γελάμε με το ίδιο αστείο που είδαμε στην τηλεόραση. Είμαστε λοιπόν Σύγχρονοι. Κι αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία από τον αριθμό των κεριών που χωράει στην τούρτα!



4 Απρ 2014

Απριλιάτικη Ιστορία

Μια σοφίτα με φιλοξενούσε, από εκείνες τις χαρακτηριστικές παρισινές, τις μολυβένιες, με το πολύ μικρό φεγγιτάκι, ίσα που χώραγε το κεφάλι μου να βγεί έξω να χαζέψει πέντε ορόφους κάτω την κίνηση των καφενείων και των μπιστρό.
Η γάτα μου όμως χωρούσε ολόκληρη.
Και λικνιζόταν με χάρη ισορροπώντας - με την ουρά κατακόρυφη- πάνω στην γλιστερή επικίνδυνη κλίση της στέγης. Το δίχτυ ασφαλείας της ήταν μια υδρορροή, δαντέλα από το χρόνο, διαρκώς υγρή, ακόμη κι όταν δεν έβρεχε, πράγμα περίεργο, λες να έβρεχε μόνο επάνω από τη σοφίτα μου; Καμμιά φορά είχα αυτή την αίσθηση, ότι έβρεχε πάνω από τη σοφίτα μου μόνο και δε σταματούσε, αμάν να έρθει η άνοιξη και να δω λίγο ήλιο. Αλλά ήλιο δεν έβλεπα ποτέ μέσα στη σοφίτα. Μέσα εκει έβρεχε πάντα. Αλλά δεν με ένιαζε και πολύ. Όταν άρχιζα κι εγω να κλαίω από την πολύ βροχή της σοφίτας, έβγαινα έξω που είχε ήλιο και λιαζόμουνα στις σιδερένιες καρέκλες των κήπων του Λουξεμβούργου.
Η γάτα μου λοιπόν, μια όμορφη τιγρέ γκρίζα, που την ονόμασα Αλεξάνδρα χάριν του Μεγαλέξαντρου που θαύμαζε ο αλγερινός φίλος μου ο Αχμέτ, έβγαινε έξω και λιαζόταν και κυνηγούσε τα περιστέρια. Αυτές οι γάτες, σκεφτόμουν. Πάντα έχουν τον τρόπο να καλοπερνάνε. Δεν κλαίνε και δε στεναχωριούνται. Ότι τους λείπει, απλά πάνε και το βρίσκουν.
Όμως η Αλεξάνδρα κατα καιρούς με λαχταρούσε, γιατι έλειπε πολλές ώρες και σα νεοφώτιστη γατομαμά ανησυχούσα.


Το διαβατήριο της ταξιδιάρικης Αλεξάνδρας. Δεν είναι καλλονή;

Έτσι λοιπόν κάποια στιγμή του Απριλίου, πλησίαζε μάλιστα Πάσχα καθολικό και σε λίγο θα ήταν και το δικό μας, έβρεχε και στα δύο βέβαια, η Αλεξάνδρα τόσκασε κανονικά. Έλειψε ολόκληρη τη μέρα, είχε βραδιάσει και τίποτε. Κρύωνα, δεν μπορούσα να αφήσω τη νύχτα το φεγγίτη ανοιχτό, αλλά πάλι δεν μπορούσα και να την κλειδώσω εξω. Φυσικά οι πιο κακές σκέψεις με έζωσαν, οτι κυνηγώντας κανένα ποντίκι ή κανένα περιστέρι γλίστρησε κι έπεσε, οτι μπορεί να την άρπαξαν τίποτε πεινασμένοι κινέζοι από καμμια διπλανή σοφίτα, τέτοια. Περνούσε η νύχτα, έκλεισα το φεγγίτη χωρίς να τον κλειδώσω, αφού είχα τρελλάνει ολη την ώρα τους σοφιτογείτονες με τα ψιψιψιψι και τα παρόμοια, κι έπεσα να κοιμηθώ. Με το ένα μάτι ανοιχτό και το ένα αυτί να ακούει.
Κατα το πρωί, έσπρωξε το παράθυρο και μπήκε μέσα. Χώθηκε στην αγκαλιά μου γουργουρίζοντας. Ήταν καθαρή, κουρασμένη. Πήγα να την ταίσω, δεν πεινούσε, αλλα διψούσε πολύ. Και χόρταινε χάδια. Ένα κουρελάκι ήταν δεμένο στο κολλάρο της. Το ανοίγω, ένα σημείωμα.

Πώς λέγεται η επισκέπτριά μου και από που έρχεται;
Υπογραφή: η κυρία από το Νο 7, 5ος όροφος.



Έστειλα άμεσα απάντηση. Με άλλο κουρελάκι.
Με λένε Αλεξάνδρα, τη μαμα μου Κορνηλία και ζούμε στο Νο 1.
Έστειλα την ταχυδρομική γάτα πίσω στις στέγες. Πήγαινε, έλα πήγαινε το σημείωμα και γύρνα γρήγορα.

Αφού ξεκουράστηκε και κοιμήθηκε, έφυγε. Έφυγα κι εγω για μάθημα και γύρισα το βράδυ. Κι άλλο κουρελάκι.

Που έλεγε ότι μάλλον επισκεπτόταν τον Γκριζού, ένα ευνουχισμένο γατούλη που ζούσε στη μοναξιά, καθως φοβόταν τα περιστέρια και δεν έβγαινε ποτε.

Με τη Μισέλ, τη θετή μαμα του Γκριζού, γίναμε φίλες. Είχαμε περίπου σαράντα χρόνια διαφορά. Ήταν γαλλίδα, Ωβερνιάτισα, δούλευε πολλά χρόνια ταξί και ήξερε το παρίσι σαν την παλάμη του χεριού της. Βλεπόμασταν πια σχεδόν καθημερινά, κάναμε βόλτες, πίναμε κρασάκι τα βράδια, ανταλλάσαμε πιάτα ελληνικά-γαλλικά, ήρθε στην Ελλάδα. Έμαθα πολλά μαζί της και η φιλία κράτησε πολύ.
Κάποια στιγμή έφυγα, αλληλογραφούσαμε, κι ύστερα σιωπή. Δεν ξέρω τι έχει γίνει η Μισέλ.

1 Απρ 2014

Η φλυαρία του νού

Ξεκινάς μια προσπάθεια. Λες ας δοκιμάσω να φτιάξω αυτό, ας δοκιμάσω να περπατήσω εκεί, τι ωραία που θα ήταν αν ανέβαινα εκει δα, να δω τον κόσμο απο κει. Για να πάρεις αυτη την απόφαση, σίγουρα το μυαλό εχει ζυγίσει τα υπέρ και τα κατά, από κάπου ίσως έχει επηρεαστεί συναισθηματικά, νιώθει ότι κάπου είναι χρήσιμο να δοκιμαστεί αυτό το καινούργιο.
Και ξεκινάς βάζοντας τα βήματα το ένα μετά το άλλο.

Κι ύστερα αρχίζει ο νους να φλυαρεί.
Κι άν δεν έπρεπε το βήμα αυτό να μπει εκει;
Κι άν μήπως αν βάλω το πόδι εκει, μπεί το άλλο αλλού και μήπως δεν είναι ο σωστός τρόπος αυτός, τι ξερω εγω, μήπως το έχω ξανακάνει, και που στο καλό έμπλεξα τώρα, να τα παρατούσα καλύτερα, μα όχι, είπα θα το κάνω, έλα λίγο ακόμη προσπάθεια, μα ξέρεις δεν.. μα, οχι, αφου...
Η φλυαρία συνεχίζεται μέχρι που η κούραση αρχίζει να γίνεται αποκαρδιωτική. Μέχρι που η προσπάθεια φαίνεται υπερβολική, μέχρι που δυσανάλογος κόπος φαίνεται να απαιτείται για μικρό αποτέλεσμα. Και ύστερα ο ορθολογικός νους, αποφασίζει : δεν αξίζει τον κόπο! (Του τύπου στάλεγα εγώ).

Η φλυαρία αυτή του νού τραβάει πόρους, όπως λένε και οι κομπιουτεράδες, εξαντλεί. Η δύναμή μας, ψυχική- συναισθηματική και σωματική μαζί είναι ένα σύνολο πεπερασμένο. Αν αρχίσει το συναισθηματικό κομμμάτι να κουράζεται, το σώμα γρήγορα εγκαταλείπει. Πόσο μάλλον αν έχει και τον νού σύμμαχο στην άρνηση.

Η φλυαρία του νού έχει τη βάση της, το λόγο ύπαρξής της, φυσικά. Για τον καθένα διαφορετική, αλλά κάπου για όλους μας, μια κοινή αρχη : την αυτοπροστασία. Μόνο που όταν η αυτοπροστασία ξεπεράσει το σκοπό της, αρχίζει και διογκώνεται και γίνει παθολογική, τότε ακινητοποιεί αντι να προστατεύει. Overdose.

Η φλυαρία του νου καμια φορά είναι αυτοσκοπός. Κρατάς υπεραπασχολημένο το νού ώστε να μη μπορεί να πάρει αποφάσεις. Και η αδυναμία, ή μπορεί και ο φόβος λήψης αποφάσεων, να έχει καποια θέση στον τλαιπωρημένο μας εαυτό. Σίγουρα. Όλα αυτά είναι απαραίτητα, σε μικρές δόσεις, για να μας κρατήσουν μακριά από την τρέλλα της παντοδυναμίας. Όσο όμως είναι στις κατάλληλες δόσεις. Και η κατάλληλη δόση για τον καθένα ορίζεται, ακριβώς όταν σταματήσει ο νους να φλυαρεί. Με διαταγή μας!


Τα παραπάνω είναι σκέψεις που δημιουργήθηκαν στη διάρκεια της εκτέλεσης μιας απαιτητικής στάσης στη γιόγκα. Έλεγε ο νους πονάω, κουράστηκα, θα πιαστώ, να αύριο θα με πονά το πόδι, το χέρι, η μέση. Και όσο τα έλεγε αυτά έκανε συσπάσεις το κορμί από το φόβο του. Ύστερα κατάφερα να δώσω τη διαταγή: Σκάσε επιτέλους! Θα με βοηθήσεις να το καταφέρουμε; Κι άρχισε σιγα σιγα να χαλαρώνει τους μυς που έπρεπε, να τεντώνει και να λύνει τους συνδέσμους, να μαλακώνει και να επικεντρώνεται σ αυτό που έπρεπε : την αναπνοή και τη λειτουργία των μυών. Τόσο απλά. Και τόσο δύσκολα...