7 Σεπ 2014

Εφημεροι “πολιτισμοί”, κουλτούρα δίχως ίχνη



Μου αρέσει η μυρωδιά της σκόνης των βιβλίων. Δεν είμαι η μόνη. Το έχουν πεί, κινηματογραφήσει, απαγγείλει, στοχαστεί πολλοί πριν από μένα.
Μου αρέσει η μυρωδιά της ξεραμένης μελάνης στο διαφανές χαρτί των σχεδίων. Μου φέρνει στο νού τις στεγνές από λεπτομέρειες μνήμες, που όλο και ομορφαίνουν, αφού δεν υπάρχει η λεπτομέρεια να αμφισβητήσει τη σημασία τους.
Μου αρέσει το χριτς χρατς στα βινύλια, ακόμη κι όταν ραγίζει το καταπληκτικό βιμπράτο της φωνής του καλλιτέχνη.

Αυτά σκεφτόμουν σκαλίζοντας για άλλη μια φορά, παλιά σχέδια άλλων αρχιτεκτόνων, ταξινομώντας όψεις, κατόψεις και τομές κτιρίων που κτίστηκαν και ύστερα κατεδαφίστηκαν για να κτιστούν κι άλλα μετά*.

Και σκεφτόμουν πάλι, τα σχέδια αυτά, χρησιμεύουν πια σε κανέναν; Ισως ποτέ αφού τα σχεδιασμένα με προσοχή κτίρια κατεδαφίστηκαν, δεν θα χρειαστούν πια επισκευές, δεν θα χρειαστει να συμβουλευτεί καποιος μηχανικός τα στατικά, για να κάνει τις ζητούμενες διαρρυθμίσεις.
Η αρχιτεκτονική είναι πολύ ανθεκτική στο χρόνο τέχνη. Και πολύ ακριβή, φυσικά. Και αναδεικνύει τις ντίβες της, όπως σε όλες τις τέχνες.
Ένα κομμάτι της αρχιτεκτονικής, που όλοι οι παλαιότεροι αρχιτέκτονες έχουμε αγγίξει, ακόμη κι αυτοί που δεν ευτύχησαν ούτε σε ένα λεπτό δημοσιότητας μέσω του έργου τους, είναι το σχέδιο. Το γραμμικό σχεδιο είναι τέχνη. Το σκαρίφημα πρώτα, με μολύβι, το πρώτο μολύβωμα, το δεύτερο. Οι διορθώσεις . Και το μελάνωμα. Με κόλπα, με “μπαλαμούτι”, με “παπάρες”. Ναι αυτή ήταν η jargon μας.
Βλέπω τόνους σχεδίων, μοναδικών, σε διαφανή ρολά, σε ρολά ριζόχαρτου, με μολύβι, και πολύ πολύ αργότερα με μελάνι. Μετά το 1970. Βλέπω φωτοτυπίες, που έχουν παραχθεί αργότερα. Υγρές, ξηρές, αμμωνίας. Και η κάθε φωτοτυπία προσεκτικά φυλαγμένη να μην πάρει φως, καθως περιέχει σημειώσεις του μηχανικού, το τηλέφωνο του πελάτη ή ακόμη και την απόδειξη οτι πληρώθηκε ο μαραγκός.

Τελευταία ταξινομώ τέτοια σχέδια πιο μηχανικά, πιο γρήγορα, χωρίς να στέκομαι ιδιαίτερα να θαυμάσω την επιχρωματισμένη φωτοτυπία ή την απίστευτη λεπτομέρεια κιγκλιδώματος σε κλίμακα 1:1. Μ' έχει πιάσει μια θλίψη και μια ζήλεια μαζί και θέλω να τελειώνω μαζί τους, σα να μου φταίνε.
Σα να μου θυμίζουν τη ματαιότητα της δικής μου κουλτούρας.

Θ. Βαλεντής, Αεροδρόμιο Μικρα, Αρχεία Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής Μουσείο Μπενάκη


Η τεχνολογική επανάσταση που ζούμε, δεν θα αφήσει ίχνη. Αυτό το κείμενο τωρα που γράφω και που εσεις θα διαβάσετε, δεν θα υπάρχει, δεν υπάρχει πουθενά. Αν το τυπώσω – με αμφίβολης σταθερότητας μελάνια- μπορεί να μείνει στο συρτάρι μου. Αλλά μαλλον όχι, θα κάνω οικονομία στο χαρτί, όπως είναι η οδηγία για κάθε σκεπτόμενο πολίτη. Από την άλλη, το κείμενο αυτό μπορεί να έχει τη δυνατότητα να διαβαστεί από παραπάνω από έναν, ενω μια επιστολή, δεν θα είχε αυτη την τύχη, έχοντας αναγκαστικά μονο έναν παραλήπτη- αν εξαιρέσουμε τις καλτ επιστολές πυραμίδες που αν δεν τις στείλεις έντεκα φορες , έντεκα κακα θα σε βρουν κλπ κλπ.
Διαβάζουμε λοιπόν κειμενα και σχόλια που ΔΕΝ υπάρχουν. Και δεν θα υπάρξουν πουθενά ξανα.

Ετσι και τα σχέδια. Τα υπέροχα, φωτεινά, λεπτομερέστατα σχέδια του R14, τα ακόμη πιο λαμπρά των υπόλοιπων σχεδιαστικών προγραμμάτων της δεκαετίας του '90, κοιμούνται για πάντα σε επτασφράγιστες δισκέτες, που κανένας σημερινός υπολογιστής δεν μπορεί να ανοίξει. Όλοι έχουμε στα συρτάρια μας κάτι τέτοιο και το κοιτάμε με αμηχανία, χωρίς να μπορούμε να αποφασίσουμε να το πετάξουμε, ενω στην πραγματικότητα είναι ήδη νεκρό. “Για φαντάσου!” σκεφτόμουν, να μην υπήρχαν στα μάτια μας μπροστά τα σχέδια του Μιχαηλ Άγγελου. Πώς θα είχαμε μουσεία; πως θα κάναμε εκθέσεις;
Η εποχή μας δεν θα αφήσει τίποτε που να μπορει να μπει σε μουσείο, τίποτε που να μπορεί να εκτεθει φοβάμαι.
Όλοι στα σπίτια μας έχουμε ενα άλμπουμ, ή ένα κουτί παπουτσιών γεμάτο φωτογραφίες, κάρτες, επιστολές, ραβασάκια. Από τη δική μας εφηβική ηλικία, από τον πατέρα μας, τη θεία, κάποιον πρόγονο που κληρονομήσαμε.
Η παιδική ηλικία του παιδιού μου βρίσκεται σε δισκέτες. Λίγα χρόνια πριν προνόησα και μετέγραψα τα παλαιά αρχεία σε νεώτερη μορφη. Ήταν επίπονο. Χρονοβόρο. Δεν ξέρω αν θα έχω το κουράγιο να το ξανακάνω, όταν πια οι σημερινές εφαρμογές αχρηστευτούν.
Δεν γράφουμε κάρτες, ούτε σημειώματα, ούτε ραβασάκια. Παράγουμε πολύ περισσότερα από πριν, τα μοιραζόμαστε με πολλούς περισσότερους από πριν. Αλλά δεν θα μείνει κανένα ίχνος.


Μάλλον δε χρειάζεται να ανησυχω, υποθέτω, γιατι έτσι κι αλλιώς όλα αυτά ήταν ένα βάρος!

*στο πλαίσιο της εθελοντικής εργασίας μου στα Αρχεία Νεοελληνικής Αρχικτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη