4 Απρ 2014

Απριλιάτικη Ιστορία

Μια σοφίτα με φιλοξενούσε, από εκείνες τις χαρακτηριστικές παρισινές, τις μολυβένιες, με το πολύ μικρό φεγγιτάκι, ίσα που χώραγε το κεφάλι μου να βγεί έξω να χαζέψει πέντε ορόφους κάτω την κίνηση των καφενείων και των μπιστρό.
Η γάτα μου όμως χωρούσε ολόκληρη.
Και λικνιζόταν με χάρη ισορροπώντας - με την ουρά κατακόρυφη- πάνω στην γλιστερή επικίνδυνη κλίση της στέγης. Το δίχτυ ασφαλείας της ήταν μια υδρορροή, δαντέλα από το χρόνο, διαρκώς υγρή, ακόμη κι όταν δεν έβρεχε, πράγμα περίεργο, λες να έβρεχε μόνο επάνω από τη σοφίτα μου; Καμμιά φορά είχα αυτή την αίσθηση, ότι έβρεχε πάνω από τη σοφίτα μου μόνο και δε σταματούσε, αμάν να έρθει η άνοιξη και να δω λίγο ήλιο. Αλλά ήλιο δεν έβλεπα ποτέ μέσα στη σοφίτα. Μέσα εκει έβρεχε πάντα. Αλλά δεν με ένιαζε και πολύ. Όταν άρχιζα κι εγω να κλαίω από την πολύ βροχή της σοφίτας, έβγαινα έξω που είχε ήλιο και λιαζόμουνα στις σιδερένιες καρέκλες των κήπων του Λουξεμβούργου.
Η γάτα μου λοιπόν, μια όμορφη τιγρέ γκρίζα, που την ονόμασα Αλεξάνδρα χάριν του Μεγαλέξαντρου που θαύμαζε ο αλγερινός φίλος μου ο Αχμέτ, έβγαινε έξω και λιαζόταν και κυνηγούσε τα περιστέρια. Αυτές οι γάτες, σκεφτόμουν. Πάντα έχουν τον τρόπο να καλοπερνάνε. Δεν κλαίνε και δε στεναχωριούνται. Ότι τους λείπει, απλά πάνε και το βρίσκουν.
Όμως η Αλεξάνδρα κατα καιρούς με λαχταρούσε, γιατι έλειπε πολλές ώρες και σα νεοφώτιστη γατομαμά ανησυχούσα.


Το διαβατήριο της ταξιδιάρικης Αλεξάνδρας. Δεν είναι καλλονή;

Έτσι λοιπόν κάποια στιγμή του Απριλίου, πλησίαζε μάλιστα Πάσχα καθολικό και σε λίγο θα ήταν και το δικό μας, έβρεχε και στα δύο βέβαια, η Αλεξάνδρα τόσκασε κανονικά. Έλειψε ολόκληρη τη μέρα, είχε βραδιάσει και τίποτε. Κρύωνα, δεν μπορούσα να αφήσω τη νύχτα το φεγγίτη ανοιχτό, αλλά πάλι δεν μπορούσα και να την κλειδώσω εξω. Φυσικά οι πιο κακές σκέψεις με έζωσαν, οτι κυνηγώντας κανένα ποντίκι ή κανένα περιστέρι γλίστρησε κι έπεσε, οτι μπορεί να την άρπαξαν τίποτε πεινασμένοι κινέζοι από καμμια διπλανή σοφίτα, τέτοια. Περνούσε η νύχτα, έκλεισα το φεγγίτη χωρίς να τον κλειδώσω, αφού είχα τρελλάνει ολη την ώρα τους σοφιτογείτονες με τα ψιψιψιψι και τα παρόμοια, κι έπεσα να κοιμηθώ. Με το ένα μάτι ανοιχτό και το ένα αυτί να ακούει.
Κατα το πρωί, έσπρωξε το παράθυρο και μπήκε μέσα. Χώθηκε στην αγκαλιά μου γουργουρίζοντας. Ήταν καθαρή, κουρασμένη. Πήγα να την ταίσω, δεν πεινούσε, αλλα διψούσε πολύ. Και χόρταινε χάδια. Ένα κουρελάκι ήταν δεμένο στο κολλάρο της. Το ανοίγω, ένα σημείωμα.

Πώς λέγεται η επισκέπτριά μου και από που έρχεται;
Υπογραφή: η κυρία από το Νο 7, 5ος όροφος.



Έστειλα άμεσα απάντηση. Με άλλο κουρελάκι.
Με λένε Αλεξάνδρα, τη μαμα μου Κορνηλία και ζούμε στο Νο 1.
Έστειλα την ταχυδρομική γάτα πίσω στις στέγες. Πήγαινε, έλα πήγαινε το σημείωμα και γύρνα γρήγορα.

Αφού ξεκουράστηκε και κοιμήθηκε, έφυγε. Έφυγα κι εγω για μάθημα και γύρισα το βράδυ. Κι άλλο κουρελάκι.

Που έλεγε ότι μάλλον επισκεπτόταν τον Γκριζού, ένα ευνουχισμένο γατούλη που ζούσε στη μοναξιά, καθως φοβόταν τα περιστέρια και δεν έβγαινε ποτε.

Με τη Μισέλ, τη θετή μαμα του Γκριζού, γίναμε φίλες. Είχαμε περίπου σαράντα χρόνια διαφορά. Ήταν γαλλίδα, Ωβερνιάτισα, δούλευε πολλά χρόνια ταξί και ήξερε το παρίσι σαν την παλάμη του χεριού της. Βλεπόμασταν πια σχεδόν καθημερινά, κάναμε βόλτες, πίναμε κρασάκι τα βράδια, ανταλλάσαμε πιάτα ελληνικά-γαλλικά, ήρθε στην Ελλάδα. Έμαθα πολλά μαζί της και η φιλία κράτησε πολύ.
Κάποια στιγμή έφυγα, αλληλογραφούσαμε, κι ύστερα σιωπή. Δεν ξέρω τι έχει γίνει η Μισέλ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: