19 Μαρ 2014

ΤΟΠΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ



ΔΡΑΜΑ 10, 11, 12 /12/. 2010, ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ : ΚΕΝΤΡΟ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΕΤΡΟΥΣΑΙΩΝ

Έννοιες, ορισμοί, παρεξηγήσεις και παγίδες στα ζητήματα πολιτιστικής διαχείρισης.
Δρ. Κορνηλία Ζαρκιά, Αρχιτέκτων, Κοινωνικός Ανθρωπολόγος

Σήμερα είναι κοινός τόπος να πούμε ότι υπάρχει μια τεράστια αγωνία όλων μας για την εξεύρεση βιώσιμων λύσεων στα πολυσύνθετα οικονομικά μας προβλήματα, στο να αναστρέψουμε τον αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης και να δώσουμε ευκαιρίες και διέξοδο στην ερημωμένη ελληνική ύπαιθρο κυρίως. Το συνέδριο αυτό δηλώνει την πρόθεσή του ήδη από τον τίτλο του :
Μπορούμε να δώσουμε αναπτυξιακή διάσταση στη διαχείριση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς αποφεύγοντας τις παγίδες και τις παρεξηγήσεις του παρελθόντος;
Τα τελευταία 20-30 χρόνια διαρκώς συζητιούνται τα θέματα της διαχείρισης του πολιτισμικού πλούτου, της κληρονομιάς και της ταυτότητας σε συνδυασμό με αναπτυξιακή διάσταση από ειδικούς ή και λιγότερο ειδικούς, πάντα όμως διαπιστώνεται θεωρητικό έλλειμμα και αδυναμία εφαρμογής προτάσεων στο υφιστάμενο πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο. Δεν ξέρω αν θα καταφέρω να προσθέσω κάτι ενδιαφέρον ή καινούργιο στη συζήτηση, θα ήθελα όμως να πάρω θέση για τα ζητήματα αυτά, κυρίως ως επαγγελματίας που ασχολήθηκα έμπρακτα, αλλά και θεωρητικά με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τον τουρισμό και αντιλήφθηκα την παθολογία και τις παρεξηγήσεις που μας φέρνουν σε λανθασμένες στρατηγικές και αδιέξοδα.

Παρεξηγήσεις :
Μία από τις παρεξηγήσεις που έφεραν δυσκολίες και αδιέξοδο στη διαχείριση των πολιτιστικών κληροδοτημάτων και το σχεδιασμό της αναπτυξιακής πολιτικής ήταν το δίλημμα «διατήρηση της παράδοσης ή ανάπτυξη» ;
Ας θυμηθούμε εν συντομία, πως δημιουργήθηκε το παράδοξο αυτό ερώτημα.
Το έμπρακτο ενδιαφέρον για την παραδοσιακή αρχιτεκτονική στη χώρα μας, ξεκίνησε γύρω στο 1950 από τους εκπρόσωπους του Μοντέρνου. Την ίδια εποχή πρωτοεμφανίστηκε ο νόμος 1469/50, ο πρώτος που μιλούσε για προστασία μνημείων μεταγενεστέρων του 1830 και προστασία τόπων ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους. Ο νόμος αυτός του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, ήταν γενικός και ασαφής, άφηνε δε την τελική απόφαση των χαρακτηρισμών των ιστορικών τόπων στη δικαιοδοσία μιας Επιτροπής- προγόνου του σημερινού Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου. Όπως αποδείχθηκε, ο χειρισμός αυτός δεν ήταν αρκετός να αντισταθεί στην πολλαπλασιαζόμενη οικοδομική δραστηριότητα των επόμενων δεκαετιών. Ως το 1975 χάθηκε το 80% του συνόλου των νεώτερων μνημείων και συνόλων στην Επικράτεια1 . Και ενώ επισημάνθηκε πολλές φορές, εν τω μεταξύ, ο κίνδυνος της δραματικής καταστροφής της αρχιτεκτονικής μας παράδοσης, τα θεσμικά μέτρα στις επόμενες δεκαετίες παρέμειναν πενιχρά και αδύναμα μπροστά στις οικονομικές πιέσεις της ανοικοδόμησης και του μαζικού τουρισμού.
Οι ιδεολογικές προσεγγίσεις από την άλλη πλευρά, πέρασαν από όλο το φάσμα των παρεξηγήσεων, καθώς δεν είχε προλάβει να ωριμάσει μία επιστημονική θεωρητική τοποθέτηση, αρκετά ισχυρή ώστε να ανακάμψει τις παγίδες. Έτσι, περάσαμε από μία ρομαντική προσέγγιση της ελληνικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής με ιδεολογήματα περί συνέχειας του αρχαίου και βυζαντινού προτύπου, σε μία ελληνοκεντρική καρικατούρα την εποχή της επταετίας και στη χυδαία εμπορευματική αρχιτεκτονική του μπετόν, για να καταλήξουμε σε μία ερημωμένη ύπαιθρο με παραδοσιακούς οικισμούς να αργοπεθαίνουν και τα νεώτερα μνημεία και σύνολα να έχουν μειωθεί δραματικά, απροστάτευτα και κατηγορούμενα ως «βάρος» αντι-αναπτυξιακό.
Από το 1975 και μετά γίνεται σαφώς συστηματικότερη προσπάθεια με κήρυξη οικισμών ως παραδοσιακών και θέσπιση ειδικών όρων δόμησης, καταγραφή νεότερων μνημείων και συνόλων, ίδρυση Εφορειών Νεωτέρων Μνημείων και οργάνωση ενημερωτικών συνεδρίων, ημερίδων και σχετικών επιστημονικών συναντήσεων. Αξίζει να σημειωθεί στην περίοδο αυτή, το έργο του προγράμματος Παραδοσιακών Οικισμών του ΕΟΤ που με πρωτοποριακό τρόπο συνέδεσε τη γνώση και το σεβασμό στην παράδοση με την τουριστική αξιοποίηση.
Ωστόσο η περίοδος αυτή παράλληλα με τα οράματα κληροδότησε στις επόμενες δεκαετίες και πολλά προβλήματα, κυρίως θεσμικά και οργανωτικά. Τα κυριότερα ήταν :
  • Τα ειδικά διατάγματα για τους όρους δόμησης σε παραδοσιακούς οικισμούς από το 1978 κ.ε. βασίζονται περισσότερο στις απαγορεύσεις και οδηγούν ουσιαστικά σε μία τυπολατρική και μορφολογική μίμηση της παράδοσης. Έτσι ο μελετητής δύσκολα ξεφεύγει από τις εύκολες λύσεις της επανάληψης και μίμησης μορφολογικών στοιχείων αντί να τα χρησιμοποιήσει δυναμικά εξελίσσοντάς τα. Αρχίζουν σιγά – σιγά να εμφανίζονται τα «νεοπαραδοσιακά», τα οποία χρησιμοποιούν άκριτα, σαν σκηνογραφία, διάφορα παραδοσιακά στοιχεία, όπως οι γνωστές μας κυκλαδίτικες καμάρες ή τα βορειοελλαδίτικα χαγιάτια.
  • η αδυναμία εφαρμογής των νόμων λόγω έλλειψης υποδομής και πολιτικής βούλησης. Η πολιτεία, παρά τις καλές νομοθετικές προθέσεις, δεν ήταν σε θέση να παρέχει οικονομικά μέσα και κίνητρα. Η εφαρμογή των νόμων σε τέτοιο πλαίσιο οδηγεί κατά κανόνα σε απίστευτες διαστρεβλώσεις, καθυστερήσεις, παρερμηνείες, πελατειακές σχέσεις κλπ με αποτέλεσμα η πολιτεία να γίνεται εχθρική στον πολίτη.
  • Η πολυνομία και η πολυαρχία στα υπόψη θέματα, οδηγεί σε αντιφατικές αντιμετωπίσεις και ανοίγει ο δρόμος για παραβάσεις και παρανομίες.
Από τις προηγούμενες νομοθετικές ασάφειες για τα νεώτερα μνημεία φθάσαμε στον αρχαιολογικό νόμο του 2002 κατά τον οποίο θεωρείται δυνάμει μνημείο κάθε κινητό ή ακίνητο πολιτιστικό αγαθό με ηλικία 100 ετών και πάνω. Και ο νόμος αυτός για πρώτη φορά ομιλεί και για άϋλα αγαθά που κληροδοτούνται (εικόνες και ήχοι, διάλεκτοι, χοροί κλπ).
Ο παραπάνω νόμος αποδίδει τιμή και αξία στα νεώτερα δημιουργήματα, έχοντας επίγνωση ότι η πολιτιστική παραγωγή δεν σταματά, δεν ακινητοποιείται σε κάποια ημερομηνία. Για πρώτη φορά μπαίνει η έννοια της ιστορικής συνέχειας της παράδοσης και του πολιτισμού. Δυστυχώς και πάλι ο νόμος αυτός δεν δίνει βήμα στην «ολοκληρωμένη συντήρηση» integrated conservation) που διατυπώθηκε στη Διακήρυξη του Άμστερνταμ (1975).
Η πολυνομία και πολυαρχία δεν αντιμετωπίστηκαν ούτε σε αυτή τη φάση, με αποτέλεσμα η αυθαιρεσία να είναι δυστυχώς ακόμη και τώρα ο κανόνας στις επεμβάσεις σε παραδοσιακά κτίρια και οικισμούς.

Έννοιες
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις παρεξηγήσεις που είναι υπεύθυνες για σοβαρά προβλήματα στην πολιτιστική διαχείριση, ας σταθούμε λίγο στην έννοια της Πολιτιστικής Κληρονομιάς : Αγαθό με ιστορική, συναισθηματική και συμβολική αξία, με ή και χωρίς χρηματική/ ανταλλακτική αξία που περιέρχεται στη νεώτερη γενιά. Η πολιτιστική κληρονομιά αναφέρεται βεβαίως σε ένα γεωγραφικό τόπο, σε μια κοινωνική ομάδα και σχετίζεται με συναισθηματικούς και ιδεολογικούς δεσμούς. Θεωρητικά υπάρχει το δικαίωμα της αποποίησης της κληρονομιάς ή της αποδοχής της. Στη δεύτερη περίπτωση πληρώνουμε φόρο κληρονομιάς, Αυτό το φόρο λοιπόν της πολιτιστικής κληρονομιάς ποιος τον πληρώνει; Αν η πολιτεία υποχρεώνει τον πολίτη να αποδεχθεί και να διατηρήσει ένα κληρονομούμενο αγαθό, δεν θα έπρεπε αυτό το φόρο να τον πληρώσουμε όλοι, αφού – θεωρητικά – όλοι κληρονομούμε;

Το παράδειγμα ενός διατηρητέου κτιρίου είναι το πιο χτυπητό. Τα κτίρια και η γη έχουν χρηματική αξία καθώς και αξία χρήσης. Αποκτούν υπεραξία με το χρόνο όταν αξιολογηθούν ως διατηρητέα, αλλά και απαξιώνονται πάλι από το χρόνο, τη φθορά. Και μόνο ο ορισμός ενός κτιρίου ως διατηρητέου του προσθέτει αξία, πράγμα διφορούμενο όπως γνωρίζουμε, διότι κάτι τέτοιο σημαίνει ότι ενώ η αξία χρήσης του έχει μηδενιστεί (διότι είναι ερείπιο πολύ απλά ή εν πάσει περιπτώσει δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κατοίκισης ανθρώπων του σήμερα) αυξάνεται η χρηματική και ανταλλακτική του αξία. Για να μπορέσει όμως να γίνει και χρήσιμο θα πρέπει να επενδυθούν και άλλα χρήματα πάνω του.
Στην περίπτωση της κατοχής ενός τέτοιου ακινήτου, το οποίο από τη φύση του είναι μία ακριβή και απαιτητική υπόθεση, η πολιτεία δεν υποχρεώνει απλώς τον ιδιώτη να πληρώσει, τον «τιμωρεί» κιόλας εμπλέκοντάς τον σε δαιδαλώδεις διαδικασίες, ασύμφορες και χρονοβόρες προκειμένου να το αξιοποιήσει. Κι έτσι αντί να θεωρηθεί τιμή η κατοχή ενός τέτοιου ακινήτου θεωρείται δυσβάσταχτο βάρος. Η συχνότερη αντίδραση σ’ αυτή την πρακτική είναι η προσπάθεια «αφανισμού» των «ενοχοποιητικών» στοιχείων: αδιαφορία έως ότου καταρρεύσει από το χρόνο, αλλοίωση χαρακτηριστικών στοιχείων, ακόμη και νυχτερινή κατεδάφιση!
Αυτοί που αντιμετωπίζουν τη διάσωση του πολιτιστικού κληροδοτήματος ως προσωπικό χρέος ή θυσία αν θέλετε, προς όφελος του κοινωνικού συνόλου, είναι όπως ξέρουμε ελάχιστοι! Και τις περισσότερες φορές ανήκουν σε μια οικονομική ελίτ .
Έχουμε λοιπόν μια πολύ αντιφατική στάση απέναντι στα θέματα αυτά. Από τη μια υπάρχει σήμερα ένας λόγος γύρω από την αξία – πραγματική ή φανταστική της παράδοσης, από την άλλη δείχνουμε να θέλουμε να τα ξεφορτωθούμε και όχι να τα σεβαστούμε, τα κατεδαφίζουμε για να αναγείρουμε τα περίφημα νεοπαραδοσιακά!
Στον αντίποδα αυτής της πρακτικής αναπτύχθηκε άλλη μια αντιφατική στάση που θεωρεί την παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τους οικισμούς σαν κάτι μουσειακό, που δεν πρέπει να αλλοιωθεί, μνημειακό ίσως. Είναι μια λόγια, υπερβολική στάση που παρατηρείται στις αποφάσεις των Τοπικών Συμβουλίων. Όπως αντιλαμβανόμαστε η οπτική αυτή, είναι φυσικά αντι-αναπτυξιακή.
Μία από τις μεγάλες παρεξηγήσεις στο θέμα του τι σημαίνει παραδοσιακό, είναι ότι η παράδοση δεν είναι κάτι στατικό, που έγινε μια φορά και τέλειωσε σε αόριστο χρόνο ή έστω παρατατικό. Παράδοση βγαίνει από το «παραδίδω» που ενέχει την έννοια της συνέχειας, της εξέλιξης και φυσικά και της διατήρησης. Αν η παράδοσή μας είναι μέρος της ταυτότητάς μας, απόδειξη της κοσμοθεωρίας και του τρόπου ζωής μας, σημαίνει ότι εμείς είμαστε σε θέση να δημιουργήσουμε «παράδοση» για τις επόμενες γενιές. «Αληθινό είναι ό,τι χθεσινό το παίρνει το σήμερα για να το δώσει στο αύριο. Που όταν το δεχτεί θα έχουμε την πλήρη απόδειξη για την... αληθινή αλήθεια» Α.Κ.

Κίνδυνοι και παγίδες
Τη δεκαετία του ’90, ίσως και λίγο πριν συνδέθηκαν εννοιολογικά και δειλά - δειλά στην πράξη ο λεγόμενος εναλλακτικός τουρισμός και οι ήπιες μορφές τουρισμού με την παράδοση.
Οι ήπιες μορφές τουρισμού ονομάστηκαν σε διάφορα κοινοτικά προγράμματα και πρωτοβουλίες «εργαλείο προστασίας και διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς». Συνδέθηκαν λοιπόν για πρώτη φορά οι έννοιες των τοπικών προϊόντων, γεωργικών, βιοτεχνικών, αλλά και καθαρά πολιτισμικών όπως οι χοροί και οι μουσικές, με την ήπια τουριστική ανάπτυξη. Η πιο δυναμική κίνηση ήταν η διάσωση παραδοσιακών κτιρίων με τη δημιουργία τουριστικών επιχειρήσεων (μέσω των περίφημων επιδοτήσεων ως 45%). Η «τοπική φυσιογνωμία» και η «ταυτότητα» χρησιμοποιήθηκαν για να προσελκύσουν επισκέπτες με τα εξής χαρακτηριστικά : περισσότερα χρήματα, υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο και αποδέσμευση από τους τυπικούς χρόνους της τουριστικής περιόδου. Δηλαδή ακριβώς αντίθετα από τα χαρακτηριστικά του μαζικού τουρισμού. Σε ορισμένες περιπτώσεις όπου ο τουρισμός ήταν η μοναδική αναπτυξιακή διέξοδος, το να συνδεθεί με την ανάδειξη της τοπικής φυσιογνωμίας ήταν σίγουρα ένα πολύ θετικό βήμα. Οι θέσεις εργασίας ήταν περισσότερες και με μεγαλύτερη ποικιλία, υπήρχε πλέον ένα αίσθημα υπερηφάνειας για την ταυτότητα και όχι κατωτερότητας και σίγουρα οι πιέσεις στο χώρο μικρότερες.
Με τον τρόπο αυτόν είναι αλήθεια ότι σώθηκαν κάποια κτίρια και σύνολα, άλλα όμως υποχρεώθηκαν να χωρέσουν και να περιλάβουν με βεβιασμένο τρόπο τις πολυτελείς απαιτήσεις της τουριστικής παγκοσμιοποιημένης αισθητικής.
Ο κίνδυνος που εμφανίστηκε τώρα ήταν η εμπορευματοποίηση της φυσιογνωμίας, που άρχισε πάλι να αλλοιώνει και να ομογενοποιεί τα στυλ, να σκηνογραφεί την παράδοση. Οι καλές και θετικές προσπάθειες είναι και πάλι μεμονωμένες και περιθωριακές. Σήμερα οι τεχνικές εταιρείες κατασκευάζουν εξωτερικά κελύφη παντός «παραδοσιακίζοντος» τύπου και εσωτερικά προσφέρουν έναν πλήρη κατάλογο με στάνταρντς συχνά υπερβολικών και προκλητικών για το γεωγραφικό χώρο απαιτήσεων : γάζες για κουρτίνες, μαξιλάρες, τζάκια και λευκά κεριά, δορυφορική τηλεόραση, spa και μασαζ. Η αποδέσμευση από τα τοπικά υλικά και η ομογενοποίηση του προτύπου ζωής (lifestyle) μεταμορφώνουν το παραδοσιακό περιβάλλον και δημιουργούν μια νέα χαρακτηριστική αναγνωρίσιμη ταυτότητα. Αναγνωρίσιμη στους παγκοσμιοποημένους επισκέπτες που αναζητούν και επιβάλλουν μία ομοιομορφία στις υπηρεσίες του τουρισμού.
Εκεί όμως που έγινε μακελειό – ας μου επιτραπεί η έκφραση- ήταν στη διαχείριση του τοπίου.
Έστω οικισμός με όλα τα χαρακτηριστικά του «παραδοσιακού». Αναγνωρίσιμος αρχιτεκτονικός τύπος, ομογένεια στη διάταξη, τα μεγέθη, τους όγκους και τα υλικά. Για να διατηρηθεί ο χαρακτήρας του πρέπει να μπουν ορισμένοι κανόνες, ένας από αυτούς είναι η οριοθέτηση.
Στους παραδοσιακούς οικισμούς χαρακτηριστικά ήταν τα όρια του κτισμένου χώρου. Τα όρια αυτά συχνά ορίζονταν με διάφορους τελετουργικούς τρόπους για την προστασία και το διαχωρισμού του χώρου των ανθρώπων από την ύπαιθρο – χώρου των ζώων και της φύσης. Τα όρια ήταν συνήθως άϋλα, με την έννοια ότι δεν υπήρχαν τείχη ή κατασκευές παρόμοιες που να τα ορίζουν. Υπήρχαν στα σταυροδρόμια σταυροί ή σημαδεμένα δένδρα ή το πολύ πολύ κανένα προσκυνητάρι – εικονοστάσι. Όσον αφορά τις χρήσεις της γης ήταν πάντα αυστηρά προσδιορισμένες, όσο κι αν πάντα υπήρχαν διενέξεις και διεκδικήσεις των κοινωνικο – οικονομικών ομάδων μεταξύ τους.

Σήμερα δεν υπάρχουν όρια. Αυτό το γεγονός είναι μια θεμελιώδης διαφορά. Η κατασκευή επεκτείνεται αενάως, χωρίς ποτέ να διακόπτεται. Η φύση υποχωρεί διαρκώς. Δένδρα θυσιάζονται, ρέματα κτίζονται, παραλίες καταπατώνται, το χειμέριο κύμα αγνοείται. O άνθρωπος καταλαμβάνει όλο και περισσότερο χώρο από η φύση. Το ανθρώπινο έργο, όσο και «ενταγμένο» να είναι στη φύση χρησιμοποιώντας π.χ. φυσικά υλικά, τοπικές πέτρες και ξύλα, δεν παύει να είναι ανθρώπινο, δηλαδή μη συνεργάσιμο με τη φύση. Τα κτίρια έχουν μεγάλες διάρκειες ζωής και όταν εγκαταλείπονται ποτέ δεν αφομοιώνονται όπως γίνεται με όλα τα πλάσματα της φύσης. Όταν λοιπόν ο άνθρωπος διαρκώς καταπατά χτίζοντας, ας έχουμε επίγνωση ότι αυτό είναι μη αναστρέψιμο. Στην ακραία περίπτωση που θα θέλαμε να αποκαταστήσουμε το περιβάλλον γκρεμίζοντας, να γνωρίζουμε ότι και πάλι θα είχαμε ένα θέμα αποκομιδής και απομάκρυνσης των μπαζών και των άχρηστων υλικών…Οι παραδοσιακοί οικισμοί είχαν ενσωματωμένη μια οικονομία χώρου.
Τα σπίτια είχαν κλίμακα ανθρώπινη. Τι σημαίνει αυτό, ότι οι διαστάσεις τους ήταν υπολογισμένες με βάση το ανθρώπινο σώμα και τα διαθέσιμα υλικά. «Σπίτι όσο χωρείς και γη όσο θωρείς», έλεγαν οι παλιοί. Το μήκος του σπιτιού π.χ. το όριζε το κεντρικό δοκάρι που ήταν ουσιαστικά ένας κέδρος ή ένα κυπαρίσσι με τις ανάλογες διαστάσεις συνήθως 5 το πολύ 7 μ. Οι δρόμοι που χώριζαν τα σπίτια είχαν μέγιστο πλάτος την κοιλιά ενός φορτωμένου ζώου και πάει λέγοντας. Στο εθιμικό άγραφο δίκαιο που διήπε την οικοδόμηση τους περασμένους αιώνες υπήρχαν πάντα έννοιες και κανόνες που κανόνιζαν τις σχέσεις γειτονίας. Το δικαίωμα της θέας και του αέρα, η δουλεία μη υψούν, η αστρέχα στο Πήλιο. Λίγοι κανόνες, συνεκτική κοινωνική ομάδα που λειτουργεί ως σύνολο. Η αντίθεση σήμερα : εξαιρετικά πολλοί κανόνες συχνά αντικρουόμενοι, χαλαροί δεσμοί στην κοινωνική ομάδα και υπερτονισμός των ατομικών –και όχι συλλογικών- συμφερόντων. Ακόμη και οι δημοτικές αρχές συμπεριφέρονται ατομιστικά, όπως για παράδειγμα τα τελευταία χρόνια με το πρόβλημα της απομάκρυνσης των σκουπιδιών.
Σήμερα μας διακατέχει μία βουλιμία χώρου, ένας καταναλωτισμός. Εκατοντάδες τετραγωνικά μέτρα προστίθενται κάθε μέρα χωρίς να είναι ανθρώπινα χρήσιμα. Το κοινό και το κύριο έχουν ξεχαστεί και βασιλεύουν η σπατάλη και η επίδειξη.
Αν λοιπόν αναρωτιόμαστε τι είναι η παράδοση και η παραδοσιακή αρχιτεκτονική, να δούμε αυτά τα στοιχεία που μας παραδίδονται :το μέτρο, η ανθρώπινη κλίμακα και η οικονομία στο χώρο.
Όσο για τα υλικά, βεβαίως και από εκεί μπορούμε να πάρουμε μαθήματα γα τη θερμομόνωση και τη υγρομόνωση με στοιχειώδεις τρόπους εκμεταλλευόμενοι τον προσανατολισμό π.χ. και τα μελετημένα ανοίγματα, αυτά όμως είναι τεχνικά θέματα, δεν χρειάζεται σήμερα να επεκταθούμε.
Ο αντίλογος σ’ αυτό εδώ το σκεπτικό θα μπορούσε να είναι ότι οι σημερινές ανάγκες έχουν διαφοροποιηθεί και η αίσθηση της άνεσης έχει αλλάξει. Έχουν αλλάξει επίσης τα πρότυπα συμβίωσης και οικογενειακής συνύπαρξης, καθώς και οι συμβολισμοί που αφορούν στο είδος και το μέγεθος της κατοικίας. Σεβόμενοι τις σημερινές ανάγκες μας θα μπορούσαμε ωστόσο να δημιουργούμε χώρους πραγματικά χρήσιμους και όχι υπερβολικούς που εντέλει δεν χρειαζόμαστε και σε λίγα χρόνια μένουν κουφάρια επιβαρύνοντας το περιβάλλον. Ίσως χρειάζεται μια συνείδηση του μέτρου ξανά, της οικονομίας με την ευρύτερη έννοια, με την έννοια των νόμων και κανόνων του οίκου μας.

Παραδείγματα επιπτώσεων της δυναμικής του τουρισμού σε παραδοσιακούς οικισμούς

Στα προβλήματα διάσωσης των παραδοσιακών οικισμών εμφανίστηκε όπως ήδη αναφέρθηκε, στη δεκαετία του 1970, η διέξοδος του τουρισμού. Ο ίδιος ο οικισμός ήταν το αξιοθέατο και ακολουθούσαν η προβολή των τοπικών παραδόσεων με τα χειροτεχνήματα και την προβολή της περίφημης ελληνικής φιλοξενίας, ενός ιδεολογήματος μάλλον, παρά ουσιαστικού γνωρίσματος της φυλής μας. Το όραμα ήταν βεβαίως καλών προθέσεων, σωστό. Πέφτει όμως σε μία περίοδο όπου κατ αρχήν δεν υπάρχει πλαίσιο προστασίας των οικισμών και σίγουρα δεν υπάρχει η σωστή δημοσιονομική υποστήριξη για τη μετατροπή των παραδοσιακών οικισμών σε θέρετρα και των σπιτιών σε ξενώνες. Οι οικισμοί, ειδικά οι νησιωτικοί, προσέφεραν ταυτόχρονα ήλιο και θάλασσα κι έτσι συνδέθηκαν με το μαζικό τουρισμό που είχε τις γνωστές συνέπειες λόγω των υπερβολικών πιέσεων και απαιτήσεων για χώρους και υπηρεσίες. Η πολύ δυνατή αναπτυξιακά δεκαετία 1985-1995 μεταμορφώνει τους παραδοσιακούς οικισμούς, στοχεύοντας σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς σε «πληρότητα», «αφίξεις», συνάλλαγμα κλπ. Αρχίζουμε όμως εκεί να παρατηρούμε ότι ο τουρισμός έχει τη δική του δυναμική, Επιβάλλει στρατηγικές και κανόνες που δύσκολα συμβιβάζονται με την «ανθρώπινη κλίμακα» που λέγαμε πριν, την οικονομία, τα όρια. Οι αλλοιώσεις παρατηρούνται σε πολλά επίπεδα. Η ιστορία, τα μνημεία, η παράδοση έγιναν καταναλωτικά προϊόντα. Αντί ο επισκέπτης να απολαμβάνει και να μαθαίνει, να μετέχει και να συμμετέχει, μετατρέπεται σε καταναλωτή με ταχύτατους ρυθμούς και προκατασκευασμένες από την τουριστική βιομηχανία ανάγκες. Εκτός όμως από τις οικονομικές πιέσεις και ραγδαίες μορφολογικές αλλαγές που υφίστανται οι παραδοσιακοί οικισμοί, ανατροπές βιώνουν και οι κοινωνικές ομάδες, ειδικά αυτές των νησιωτικών οικισμών.

Στην παραδοσιακή κοινωνική και οικονομική οργάνωση, οι παραλιακές γαίες ήταν οι λιγότερο αξιοποιήσιμες, οι άγονες, αυτές που κατά κανόνα ανήκαν στα χαμηλότερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα, όπως στη Σκύρο απ όπου αντλώ το παράδειγμα. Εκεί, στην προβιομηχανική οικονομία, αξία είχαν οι βοσκότοποι και τα προσήλια χωράφια της ενδοχώρας. Με την αγροτική έξοδο έως τις παρυφές του ΄60, οι πιο δυναμικοί και εργατικοί των χωριών έφυγαν για τις πόλεις αφήνοντας πίσω, όπως συνήθως, τον λιγότερο δυναμικό και παραγωγικό πληθυσμό. Ένα σύνολο παραγόντων μεταξύ των οποίων πρωταγωνίστησε η τουριστική ανάπτυξη, ανέτρεψαν την κοινωνική ιεραρχία. Ένας από τους πιο εντυπωσιακούς τρόπους ήταν η κατακόρυφη αύξηση της αξίας της παραλιακής γης σε σχέση με τη στασιμότητα αν όχι την απαξίωση της ενδοχώρας, αφού η πρωτογενής παραγωγή ήταν πλέον καταδικασμένη. Παράλληλα αναπτύχθηκε οικονομικά, συνεπώς και ανελίχθηκε κοινωνικά, η φτωχότερη τάξη.
Αντίστοιχα στη Σαντορίνη, κατά το τέλος του 19ου – αρχές εικοστού αιώνα η άρχουσα τάξη κτίζει διόροφα νεοκλασσικίζοντα αρχοντικά με πολλές δυτικές επιρροές, στο στέρεο έδαφος μέσα από το φρύδι του γκρεμού, ενώ οι εισοδηματικά κατώτερες ομάδες, οι κολλήγοι και οι εργάτες γης σκάβουν υπόσκαφα μέσα στο γκρεμό, στην ηφαιστειακή τέφρα, τα οποία προσαρμόζονται άριστα στις κλιματολογικές συνθήκες και έχουν μια υποδειγματική οικονομία χώρου. Την εποχή που κτίζονται τα σπίτια αυτά, η θέα προς την καλντέρα ήταν δευτερεύον κριτήριο. Το Μοντέρνο Κίνημα αναδεικνύει τις αρετές των υπόσκαφων κατοικιών ενώ παράλληλα ο τουρισμός ανατρέπει τα κριτήρια, τοποθετεί τη θέα προς την Καλντέρα πρώτη και ίσως και μοναδική αξία με αντίστοιχες ανατροπές στην αξία της γης. Τα υπόσκαφα γίνονται περιζήτητα, τα αρχοντικά φθίνουν και καταστρέφονται. Θα αξιοποιηθούν τελευταία, αφού πουληθούν – κατά κανόνα- σε επιχειρηματίες του τουρισμού. Οι δυναμικές αυτές ανατροπές στην αξία της γης τόσο στην οικονομία του νησιού, όσο και στο ευρύτερο πλαίσιο, ακολουθούνται, όπως είναι φυσικό από αντίστοιχες κοινωνικές ανακατατάξεις.


Επίλογος
Ο Πολιτισμός είναι μια δυναμική δημιουργία, οφείλει τη μορφή του σε έναν πολυσύνθετο συνδυασμό παραγόντων : την κοσμοθεωρία, τα όνειρα κάθε εποχής, τις φοβίες και τους φόβους, τα πιστεύω, τις μεταφυσικές αγωνίες, τη σκέψη. Οφείλεται στην πράξη του καθενός μας και όλων μας μαζί. Αυτό που παραδίδεται λοιπόν στην πραγματικότητα είναι η δυνατότητα παραγωγής πολιτισμού και ο τρόπος παραγωγής πολιτισμού. Το «πνεύμα του λαού» όπως έλεγαν παλαιότερα. Με άλλα λόγια η ταυτότητά μας. Αυτό είναι που πρέπει να διαφυλάξουμε, αυτό είναι που πρέπει να μελετήσουμε, όπως ακριβώς μελετούμε την Ιστορία. Η ιστορία και πολιτισμός μας υπενθυμίζουν ποιοι είμαστε.
Τα αντικείμενα της παράδοσης από μόνα τους ορισμένες φορές δεν είναι αρκετά ικανά να μεταφέρουν το πνεύμα αυτό. Ένα μακεδονικό σπίτι λόγου χάριν, ξεκομμένο από το περιβάλλον και το λαό που το δημιούργησε, δεν είναι σε θέση να «μεταφέρει» κανένα μήνυμα. Για να μπορέσει να ολοκληρώσει το έργο του ως μέσο μηνύματος, όπως είναι ο ρόλος για κάθε δημιούργημα, θα πρέπει να είναι ζωντανό, να περιβάλλεται από αποδοχή και ενδιαφέρον. Αν λοιπόν μας ενδιαφέρει η κατανόηση των μηνυμάτων του παρελθόντος μας, ο τρόπος είναι η ολοκληρωμένη και όχι αποσπασματική αξιοποίηση των πολιτιστικών κληροδοτημάτων. Κτίρια, ιστορικά σύνολα, μουσική, διάλεκτοι, διηγήσεις, γαστρονομία…. είναι όλα σημαντικά και άξια προσοχής.
Το ερώτημα σε σχέση με τα ζητήματα της πολιτιστικής διαχείρισης πιστεύω ότι είναι : Τι Ελλάδα θέλουμε τα επόμενα χρόνια; Τι κληροδοτούμε; Πως μπορούμε να συνδέσουμε την ανάπτυξη την πρόοδο με τη διατήρηση της ταυτότητάς μας;
  • Όσον αφορά την αρχιτεκτονική και τον τουρισμό η πρόταση είναι όχι στη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού και όχι στο βιασμό των κτιρίων και την παραποίηση τους για τη μετατροπή τους σε τουριστικά καταλύματα. Ο τουρισμός είναι μία παγκοσμιοποιημένη, κατευθυνόμενη βιομηχανία, πολύ δυναμική και απαιτητική. Αν εξαρτηθεί η επιβίωση της παράδοσής μας από αυτόν… αργά ή γρήγορα θα πάψει να υπάρχει! Αλλιώς αντιμετωπίζεται ένα αγαθό στο οποίο αναγνωρίζουμε ιστορική και συναισθηματική αξία, αλλιώς αν πιστεύουμε ότι έχει εμπορική - χρηματική αξία και μόνο.
  • Πλήρης αξιοποίηση του υφιστάμενου αξιόλογου κτιριακού αποθέματος και τέλος κατανόηση και εφαρμογή των αρχών που μας δίνουν οι παραδοσιακοί οικισμοί και κτίρια: Το μέτρο, το όριο, ο ζωτικός χώρος, η οικονομία του χώρου. Μελέτη των μεθόδων, των υλικών και του σχεδιασμού τους..
Ο σκεπτόμενος ευαισθητοποιημένος πολίτης είναι ο ρυθμιστής που θα ζυγίσει την αξία του παρελθόντος και την ανάγκη του σήμερα. Εκείνος που θα απαιτήσει το σεβασμό στην ιστορική μνήμη. Ας είμαστε αποφασιστικοί και σταθεροί απέναντι στις εύκολες λύσεις του κέρδους κι ας προσπαθήσουμε να βλέπουμε μακριά στο μέλλον τις επιπτώσεις των αποφάσεών μας. Και όλοι οι φορείς, ιδιαίτερα η Τοπική Αυτοδιοίκηση ως κοντινότερη στον πολίτη, ας αναλάβουν τις ευθύνες τους.

Βιβλιογραφία
Zarkias C. (1990), "Parenté, habitat et espace au village de Skyros" Etudes et Documents Balkaniques et Méditerranéens, n° 15, Paris 1990, pp. 144-162.
Zarkias C. (1996), "Philoxenia : Receiving tourists - but not guests - in a greek island " in J. Boissevain (ed.) Coping with Tourists, European reactions to Mass Tourism, Berghan Books, Oxford, pp. 143-173.
Zarkias C. (1998), «Name and Inheritance on the Island of Skiros (Greece)». Name and Social Structure Examples From Southeast Europe, ed. Paul H. Stahl, Columbia University Press, New York, pp.179 -192.
Φιλιππίδης Δ. (2010) «Ανώνυμη αρχιτεκτονική στην Ελλάδα ή ο έλληνας ράποπορτ» στο Rapoport A. Ανώνυμη αρχιτεκτονική και πολιτισμικοί παράγοντες, Μέλισσα, σελ. 194-332
1 Σε μία καταγραφή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1977, τα αξιόλογα κτίσματα της νεώτερης περιόδου στον αστικό χώρο της Θεσσαλονίκης ήταν 1.543. Το 1985 η καταγραφή του ΥΠΠΟ/Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων βρέθηκαν σε καθεστώς διατήρησης από απελπιστική ως ανεκτή, γύρω στα 150. Απώλεια 90% σε μία δεκαετία! (Λάββας, Γ, 2010 σελ.229)

Δεν υπάρχουν σχόλια: