21 Μαρ 2014

Τυλιγιές

Το κείμενο αυτό ετοιμάστηκε από τους υπογράφοντες, για το Δίκτυο Μουσείων Μάνης που σχεδίασε το Υπουργείο πολιτισμού το 2004. Βασίζεται κυρίως σε επιτόπια έρευνα. Δημοσιεύτηκε στο Μανιάτικοι Οικισμοί, Δίκτυο Μουσείων Μάνης, ΥΠΠΟ, Αθήνα 2004, σελ.118-119
και αναρτήθηκε σε μια πινακίδα στον Πύργο Μούρτζινων. Δεν γνωρίζω αν υφίσταται ακόμη.



Κορνηλία Ζαρκιά και Γιάννης Σαΐτας


Η μανιάτικη τυλιγή είναι μια απλή κατασκευή που χρησιμεύει στο «τύλιγμα» (τυλιγάδιασμα, ή ιδιάσιμο, ή διάσιμο, ή γιάθισμα), δηλαδή ένα στάδιο της προετοιμασίας του νήματος για τον αργαλειό. Απαντά σε ανοικτούς κοινόχρηστους χώρους του οικισμού, κατά κανόνα στις μικρές πλατείες κοντά σε εκκλησίες επειδή το διάσιμο, απαιτεί ελεύθερο χώρο που πρέπει να φθάνει σε μήκος τα 8-10 μέτρα. «Πάμε στην τυλιγή να διαστούμε» λένε οι ανυφάντρες, εννοώντας τόσο το χώρο, όσο και την κατασκευή. Τυλιγιές σώζονται ως σήμερα σε αρκετές θέσεις, όπως στην Αρεόπολη (στον Άη Γιάννη, την Αγία Κυριακή και την Παναγία τη Γεωργιάνικη), στα Κριλιάνικα (στην Παναγία), στη Χαριά (στον Άγιο Γεώργιο), στην Καρήνεια (στον Άγιο Γεώργιο) και αλλού. Στην Έξω Μάνη, όπου η σηροτροφία και η υφαντική είχαν μεγαλύτερη διάδοση, απαντούν σε πολλούς οικισμούς, όπως σε τρεις θέσεις στη Λαγκάδα και αλλού.
Η τυλιγή αποτελείται από ένα ζευγάρι όρθιες πέτρες στερεωμένες στο έδαφος παράλληλα μεταξύ τους σε απόσταση 80-90 εκ. Οι πέτρες αυτές, λιγότερο ή περισσότερο αδρά κατεργασμένες, έχουν πάχος 20-25 εκ., μήκος 45–50 εκ. και ύψος περίπου 40 εκ. Στο πάνω μέρος τους έχουν λαξεμένο από ένα αυλάκι (οδηγό, ‘δηγό) με διατομή από 7Χ7 έως 10Χ10 εκ. Στα αυλάκια αυτά οι ανυφάντρες στηρίζουν το πίσω αντί, ένα ειδικό ξύλινο εξάρτημα του αργαλειού (‘στόβαθου), ώστε να μπορεί να περιστρέφεται οριζόντια. Το πίσω αντί, όπου τυλίγεται το στημόνι του υφαντού, είναι ένα μονοκόμματο, ευθύγραμμο στρογγυλεμένο ξύλο, μήκους 120 εκ. και διατομής περίπου 6 εκ. Κατά μήκος του έχει μια αυλακιά με βάθος 2 εκ., όπου στερεώνονται τα νήματα με ένα λεπτό καλάμι, τη βέργα. Στη μία του άκρη έχει δύο τρύπες, όπου μπαίνει ο σφίχτης, ένας ξύλινος μοχλός μήκους 25 εκ., με τον οποίο το περιστρέφουν σε δύο κινήσεις.
 Οι ανυφάντρες, πριν πάνε στην τυλιγή, τακτοποιούν σε διασίδι τα νήματα που θα αποτελέσουν το στημόνι, δηλαδή το νήμα που εκτείνεται κατά μήκος του υφάσματος. Το διασίδι ρυθμίζει τόσο το μήκος όσο και το φάρδος του υφάσματος που πρόκειται να υφανθεί. Για ύφασμα πλάτους 80 εκ., παραδείγματος χάριν, χρειάζονται 80 νήματα, περασμένα σταυρωτά, ενωμένα πρόχειρα με κλωστή σε «δέματα». Στη συνέχεια μεταφέρουν στην τυλιγή το πίσω αντί καθώς και το διασίδι, δεμένο σαν αλυσίδα ή σαν κοτσίδα. Εκεί, για να τυλιχτεί το νήμα στο αντί χρειάζονται δύο ως τρεις γυναίκες. Η μία, που πρέπει να είναι μαστόρισσα στο τύλιγμα, κάθεται πίσω από την τυλιγή, τοποθετεί το αντί στους οδηγούς πάνω στις πέτρες και κρατά τους σφίχτες στο ένα της χέρι. Τοποθετεί την μια άκρη του διασιδιού στην αυλακιά του αντιού και τη στερεώνει με τη βέργα. Αραιώνει τα «δέματα» των νημάτων και βάζει ένα καλάμι μπροστά από τη σταύρωσή τους και ένα από πίσω, τα σταυροκάλαμα, ή ένα χτένι. Η δεύτερη στέκεται σε απόσταση 8 έως 10 μέτρα μακριά και απέναντι από την τυλιγή, κρατά δυνατά το διασίδι στα χέρια της ή στη μέση της και το αφήνει σιγά-σιγά, με το ρυθμό που η πρώτη γυρνά το αντί με τους σφίχτες, ώστε να τυλιχτεί γερά, τεζαριστά, χωρίς «μπόσικα». Ενδιάμεσα, αλλά πιο κοντά στην τυλιγή είναι μια τρίτη γυναίκα που ελέγχει τα νήματα στα σταυροκάλαμα, να έρχονται ίσια χωρίς μπερδέματα και κόμπους στο αντί. Είναι σημαντικό το στημόνι να τυλιχτεί ακριβώς στη μέση του αντιού, αφήνοντας ίσες αποστάσεις από τα δύο άκρα, για να μη στραβώσει το υφαντό κατά την ύφανση. Το αντί με το τυλιγμένο στημόνι μεταφέρεται κατόπι στο χώρο όπου ακολουθεί το μίτωμα, δηλαδή το πέρασμα του στημονιού σε ειδικά εξαρτήματα, που λέγονται μιτάρια.

Βιβλιογραφία

 Κάσσης Κ., Λαογραφία της Mέσα Mάνης, τόμ. Α’ Υλική Ζωή, Aθήνα 1980, σελ. 225-226.

Δεν υπάρχουν σχόλια: