21 Απρ 2014

ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ

Μου άρεσε πάντα να κάνω παρέα με μεγαλύτερους. Ένιωθα μια συναισθηματική ασφάλεια, όσο παραπλανητικό κι αν ακούγεται αυτό.
Νεαρή γυναίκα όταν ήμουν, κολακευόμουν αφάνταστα με το φλέρτ ενός "μεγάλου". Κάποια εποχή της ζωής μου το επιδίωκα με μανία. Η πατρική μορφή που μου έλειψε, θα λένε οι Ψι. Ίσως. Το μόνο που είχε σημασία τότε, ήταν η διαφορά δυναμικού λόγω διαφοράς ηλικίας, που έκανε το παιχνίδι ενδιαφέρον.
Δεν ήταν παιχνίδι πατέρα κόρης, ίσως όχι μόνο,  άλλωστε οι "μεγάλοι" που συναναστρεφόμουν ήταν αρκετά φρέσκιοι, παιδιά στην ψυχή, αυθόρμητοι και τολμηροί, ως και απερίσκεπτοι, δεν μπορούσα αλλιώς.
Αυτό που με ένιαζε ήταν η ασυμμετρία στην εμπειρία. Ο χρόνος. Ο περισσότερος χρόνος που είχαν πάνω στη γη. Ο χρόνος ο πρίν από μένα.
Αργότερα, μέσω της ανθρωπολογίας, έμαθα να παίρνω συνεντεύξεις από τους "παλιούς". Τότε, το ενδιαφέρον για την προσωπικότητα που μπορούσε να μου μεταδώσει με λόγια, με τραγούδι, με στάση ζωής, το χρόνο που πρίν από μένα έζησε, είχε γίνει εμμονή. Οι "παλιοί" είχαν γίνει κομμάτι της καθημερινότητάς μου. Πήγαινα στα καφενεία, στις εκκλησίες, στα νεκροταφεία, όπου μπορούσα να τους γνωρίσω, όπου μπορούσα να απολαύσω ένα κομμάτι του φυλαγμένου χρόνου τους. Κι εκείνοι, όταν καταλάβαιναν -και όποιοι καταλάβαιναν, δεν είχαν όλοι ανάγκη για μοιρασιά, ούτε εκτιμούσαν όλοι αυτό που μπορούσαν να προσφέρουν- όταν καταλάβαιναν λοιπόν ότι θα είχαν ένα πρόθυμο αυτί, δίναν όλο το χρόνο  τους, που πια είχαν άφθονο, στο να διηγηθούν, να μεταφέρουν, να παραδώσουν το πριν στο δικό μου μέλλον.
Η διήγηση της ζωής, είναι ένας συμπυκνωμένος χρόνος, ένα ψηφίο του ολογράμματος του χρόνου, που έχει όλη την πληροφορία του συνόλου.
Αλλά αυτά τα ξέρουν οι ιστορικοί, κι εγω ιστορικός δεν είμαι.

Τελευταία τα γεννέθλια έρχονται όλο και πιο συχνά. Άλλη μια ιδιοτροπία του χρόνου, που όσο συγκεντρώνεται στη ζωή μας, τόσο η μέρα υποδιπλασιάζεται και φαίνεται μικρότερη.
Κάθε φορά που έρχονται λοιπόν σκέφτομαι : Πάλι; Πότε πέρασε ένας χρόνος!
Όπως όλοι μας. Δεν θέλουμε να περνά ο χρόνος τόσο γρήγορα, μας υπενθυμίζει τη φθορά και το αναπόφευυκτο τέλος.
Κι ύστερα έχω τους γύρω να θλίβονται που νιωθουν "μεγάλοι". Ηλικιακά μεγάλοι. Και η ηλικία να γίνεται κριτήριο επικοινωνίας, να μπαίνει μπροστά και πριν από άλλα ουσιωδέστερα, στις ανθρώπινες σχέσεις. Κουνάν το κεφάλι μοιρολατρικά οι όμορφες γυναίκες, παραχωρώντας την ερωτική διεκδίκηση σε νεότερες. Κι οι άνδρες γκριζομάλληδες λυσσάν να αποδείξουν το ερωτικό τους σφρίγος (παντα ορισμένοι κατι θέλουν να αποδείξουν, αντί κατι να θέλουν να απολαύσουν. Τι διαστροφή!).

Κι εγω σκέφτομαι οτι ζούμε όλοι τώρα, σε μια μικρή στιγμή της ιστορίας. Μοιραζόμαστε τα ίδια γεγονότα, τις ίδιες νοοτροπίες και πολιτισμό. Ακούμε ταυτόχρονα μια συναυλία, θαυμάζουμε μαζί μια καινούργια ανακάλυψη. Κοιταζόμαστε κάτω από τον ίδιο ουρανό και γελάμε με το ίδιο αστείο που είδαμε στην τηλεόραση. Είμαστε λοιπόν Σύγχρονοι. Κι αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία από τον αριθμό των κεριών που χωράει στην τούρτα!



4 Απρ 2014

Απριλιάτικη Ιστορία

Μια σοφίτα με φιλοξενούσε, από εκείνες τις χαρακτηριστικές παρισινές, τις μολυβένιες, με το πολύ μικρό φεγγιτάκι, ίσα που χώραγε το κεφάλι μου να βγεί έξω να χαζέψει πέντε ορόφους κάτω την κίνηση των καφενείων και των μπιστρό.
Η γάτα μου όμως χωρούσε ολόκληρη.
Και λικνιζόταν με χάρη ισορροπώντας - με την ουρά κατακόρυφη- πάνω στην γλιστερή επικίνδυνη κλίση της στέγης. Το δίχτυ ασφαλείας της ήταν μια υδρορροή, δαντέλα από το χρόνο, διαρκώς υγρή, ακόμη κι όταν δεν έβρεχε, πράγμα περίεργο, λες να έβρεχε μόνο επάνω από τη σοφίτα μου; Καμμιά φορά είχα αυτή την αίσθηση, ότι έβρεχε πάνω από τη σοφίτα μου μόνο και δε σταματούσε, αμάν να έρθει η άνοιξη και να δω λίγο ήλιο. Αλλά ήλιο δεν έβλεπα ποτέ μέσα στη σοφίτα. Μέσα εκει έβρεχε πάντα. Αλλά δεν με ένιαζε και πολύ. Όταν άρχιζα κι εγω να κλαίω από την πολύ βροχή της σοφίτας, έβγαινα έξω που είχε ήλιο και λιαζόμουνα στις σιδερένιες καρέκλες των κήπων του Λουξεμβούργου.
Η γάτα μου λοιπόν, μια όμορφη τιγρέ γκρίζα, που την ονόμασα Αλεξάνδρα χάριν του Μεγαλέξαντρου που θαύμαζε ο αλγερινός φίλος μου ο Αχμέτ, έβγαινε έξω και λιαζόταν και κυνηγούσε τα περιστέρια. Αυτές οι γάτες, σκεφτόμουν. Πάντα έχουν τον τρόπο να καλοπερνάνε. Δεν κλαίνε και δε στεναχωριούνται. Ότι τους λείπει, απλά πάνε και το βρίσκουν.
Όμως η Αλεξάνδρα κατα καιρούς με λαχταρούσε, γιατι έλειπε πολλές ώρες και σα νεοφώτιστη γατομαμά ανησυχούσα.


Το διαβατήριο της ταξιδιάρικης Αλεξάνδρας. Δεν είναι καλλονή;

Έτσι λοιπόν κάποια στιγμή του Απριλίου, πλησίαζε μάλιστα Πάσχα καθολικό και σε λίγο θα ήταν και το δικό μας, έβρεχε και στα δύο βέβαια, η Αλεξάνδρα τόσκασε κανονικά. Έλειψε ολόκληρη τη μέρα, είχε βραδιάσει και τίποτε. Κρύωνα, δεν μπορούσα να αφήσω τη νύχτα το φεγγίτη ανοιχτό, αλλά πάλι δεν μπορούσα και να την κλειδώσω εξω. Φυσικά οι πιο κακές σκέψεις με έζωσαν, οτι κυνηγώντας κανένα ποντίκι ή κανένα περιστέρι γλίστρησε κι έπεσε, οτι μπορεί να την άρπαξαν τίποτε πεινασμένοι κινέζοι από καμμια διπλανή σοφίτα, τέτοια. Περνούσε η νύχτα, έκλεισα το φεγγίτη χωρίς να τον κλειδώσω, αφού είχα τρελλάνει ολη την ώρα τους σοφιτογείτονες με τα ψιψιψιψι και τα παρόμοια, κι έπεσα να κοιμηθώ. Με το ένα μάτι ανοιχτό και το ένα αυτί να ακούει.
Κατα το πρωί, έσπρωξε το παράθυρο και μπήκε μέσα. Χώθηκε στην αγκαλιά μου γουργουρίζοντας. Ήταν καθαρή, κουρασμένη. Πήγα να την ταίσω, δεν πεινούσε, αλλα διψούσε πολύ. Και χόρταινε χάδια. Ένα κουρελάκι ήταν δεμένο στο κολλάρο της. Το ανοίγω, ένα σημείωμα.

Πώς λέγεται η επισκέπτριά μου και από που έρχεται;
Υπογραφή: η κυρία από το Νο 7, 5ος όροφος.



Έστειλα άμεσα απάντηση. Με άλλο κουρελάκι.
Με λένε Αλεξάνδρα, τη μαμα μου Κορνηλία και ζούμε στο Νο 1.
Έστειλα την ταχυδρομική γάτα πίσω στις στέγες. Πήγαινε, έλα πήγαινε το σημείωμα και γύρνα γρήγορα.

Αφού ξεκουράστηκε και κοιμήθηκε, έφυγε. Έφυγα κι εγω για μάθημα και γύρισα το βράδυ. Κι άλλο κουρελάκι.

Που έλεγε ότι μάλλον επισκεπτόταν τον Γκριζού, ένα ευνουχισμένο γατούλη που ζούσε στη μοναξιά, καθως φοβόταν τα περιστέρια και δεν έβγαινε ποτε.

Με τη Μισέλ, τη θετή μαμα του Γκριζού, γίναμε φίλες. Είχαμε περίπου σαράντα χρόνια διαφορά. Ήταν γαλλίδα, Ωβερνιάτισα, δούλευε πολλά χρόνια ταξί και ήξερε το παρίσι σαν την παλάμη του χεριού της. Βλεπόμασταν πια σχεδόν καθημερινά, κάναμε βόλτες, πίναμε κρασάκι τα βράδια, ανταλλάσαμε πιάτα ελληνικά-γαλλικά, ήρθε στην Ελλάδα. Έμαθα πολλά μαζί της και η φιλία κράτησε πολύ.
Κάποια στιγμή έφυγα, αλληλογραφούσαμε, κι ύστερα σιωπή. Δεν ξέρω τι έχει γίνει η Μισέλ.

1 Απρ 2014

Η φλυαρία του νού

Ξεκινάς μια προσπάθεια. Λες ας δοκιμάσω να φτιάξω αυτό, ας δοκιμάσω να περπατήσω εκεί, τι ωραία που θα ήταν αν ανέβαινα εκει δα, να δω τον κόσμο απο κει. Για να πάρεις αυτη την απόφαση, σίγουρα το μυαλό εχει ζυγίσει τα υπέρ και τα κατά, από κάπου ίσως έχει επηρεαστεί συναισθηματικά, νιώθει ότι κάπου είναι χρήσιμο να δοκιμαστεί αυτό το καινούργιο.
Και ξεκινάς βάζοντας τα βήματα το ένα μετά το άλλο.

Κι ύστερα αρχίζει ο νους να φλυαρεί.
Κι άν δεν έπρεπε το βήμα αυτό να μπει εκει;
Κι άν μήπως αν βάλω το πόδι εκει, μπεί το άλλο αλλού και μήπως δεν είναι ο σωστός τρόπος αυτός, τι ξερω εγω, μήπως το έχω ξανακάνει, και που στο καλό έμπλεξα τώρα, να τα παρατούσα καλύτερα, μα όχι, είπα θα το κάνω, έλα λίγο ακόμη προσπάθεια, μα ξέρεις δεν.. μα, οχι, αφου...
Η φλυαρία συνεχίζεται μέχρι που η κούραση αρχίζει να γίνεται αποκαρδιωτική. Μέχρι που η προσπάθεια φαίνεται υπερβολική, μέχρι που δυσανάλογος κόπος φαίνεται να απαιτείται για μικρό αποτέλεσμα. Και ύστερα ο ορθολογικός νους, αποφασίζει : δεν αξίζει τον κόπο! (Του τύπου στάλεγα εγώ).

Η φλυαρία αυτή του νού τραβάει πόρους, όπως λένε και οι κομπιουτεράδες, εξαντλεί. Η δύναμή μας, ψυχική- συναισθηματική και σωματική μαζί είναι ένα σύνολο πεπερασμένο. Αν αρχίσει το συναισθηματικό κομμμάτι να κουράζεται, το σώμα γρήγορα εγκαταλείπει. Πόσο μάλλον αν έχει και τον νού σύμμαχο στην άρνηση.

Η φλυαρία του νού έχει τη βάση της, το λόγο ύπαρξής της, φυσικά. Για τον καθένα διαφορετική, αλλά κάπου για όλους μας, μια κοινή αρχη : την αυτοπροστασία. Μόνο που όταν η αυτοπροστασία ξεπεράσει το σκοπό της, αρχίζει και διογκώνεται και γίνει παθολογική, τότε ακινητοποιεί αντι να προστατεύει. Overdose.

Η φλυαρία του νου καμια φορά είναι αυτοσκοπός. Κρατάς υπεραπασχολημένο το νού ώστε να μη μπορεί να πάρει αποφάσεις. Και η αδυναμία, ή μπορεί και ο φόβος λήψης αποφάσεων, να έχει καποια θέση στον τλαιπωρημένο μας εαυτό. Σίγουρα. Όλα αυτά είναι απαραίτητα, σε μικρές δόσεις, για να μας κρατήσουν μακριά από την τρέλλα της παντοδυναμίας. Όσο όμως είναι στις κατάλληλες δόσεις. Και η κατάλληλη δόση για τον καθένα ορίζεται, ακριβώς όταν σταματήσει ο νους να φλυαρεί. Με διαταγή μας!


Τα παραπάνω είναι σκέψεις που δημιουργήθηκαν στη διάρκεια της εκτέλεσης μιας απαιτητικής στάσης στη γιόγκα. Έλεγε ο νους πονάω, κουράστηκα, θα πιαστώ, να αύριο θα με πονά το πόδι, το χέρι, η μέση. Και όσο τα έλεγε αυτά έκανε συσπάσεις το κορμί από το φόβο του. Ύστερα κατάφερα να δώσω τη διαταγή: Σκάσε επιτέλους! Θα με βοηθήσεις να το καταφέρουμε; Κι άρχισε σιγα σιγα να χαλαρώνει τους μυς που έπρεπε, να τεντώνει και να λύνει τους συνδέσμους, να μαλακώνει και να επικεντρώνεται σ αυτό που έπρεπε : την αναπνοή και τη λειτουργία των μυών. Τόσο απλά. Και τόσο δύσκολα...